“Φορολογικοί παράδεισοι” και ανάγκη εκσυγχρονισμού του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Ο όρος «φορολογικός παράδεισος», παραπέμπει σε εκείνες τις χώρες, οι οποίες συνήθως διαθέτουν αδιαφανή φορολογικά συστήματα και/ή αμφιλεγόμενους φορολογικούς κανόνες. Μέσα σε ένα τέτοιο θεσμικό πλαίσιο, είναι πολύ εύκολο κάποιος να διαπράξει τα αδικήματα της φοροδιαφυγής, αλλά και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες («ξέπλυμα παράνομου χρήματος»). Στις συγκεκριμένες έννομες τάξεις, επιβάλλονται ελάχιστοι και/ή καθόλου φόροι, για τους μη μόνιμους κατοίκους (φυσικά/νομικά πρόσωπα), γεγονός που καθιστά τους εν λόγω προορισμούς πολύ ελκυστικούς, για τις ούτω καλούμενες εξωχώριες εταιρείες. Οι τελευταίες, εξαιτίας ακριβώς αυτής της προνομιακής μεταχείρισης, επιλέγουν ως επιχειρηματική έδρα των δραστηριοτήτων τους, τις εν λόγω έννομες τάξεις.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), δύο είναι τα κριτήρια, που λαμβάνονται υπόψη για την συμπερίληψη ή όχι των χωρών, στην «μαύρη λίστα» των φορολογικών παράδεισων – 1) η παντελής απουσία διαφανών πρακτικών, στο οικονομικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα και 2) η απροθυμία, των κατά τόπο αρμόδιων αρχών, να προβούν σε ανταλλαγή τραπεζικών πληροφοριών, με ξένες υπηρεσίες/οργανισμούς.

Τα οικονομικά συστήματα των συγκεκριμένων χωρών, συντηρούνται αποκλειστικά από τα έσοδα που αποφέρει, η πολιτική απόκρυψης των περιουσιακών στοιχείων των πελατών τους, αφού οι τελευταίοι εκμεταλλευόμενοι το τραπεζικό απόρρητο και τις αυστηρές πρόνοιες, περί πλήρους εμπιστευτικότητας, προτιμούν και μεταφέρουν μεγάλος μέρος των αποταμιεύσεων τους, στα εκεί πιστωτικά ιδρύματα. Με αυτό τον τρόπο παραμένουν αφορολόγητα, περιουσιακά στοιχεία και/ή εισοδήματα μεγάλης οικονομικής αξίας, τα οποία κανονικά υπόκεινται σε φορολογία.

Όπως γίνεται αντιληπτό, πρωταρχικός στόχος των ευκατάστατων αυτών πελατών, είναι η απόκρυψη των πραγματικών τους εισοδημάτων και/ή περιουσιακών τους στοιχείων, με απώτερο σκοπό να αποφύγουν την από το νόμο προβλεφθείσα φορολογία. Πως όμως λειτουργεί στην πράξη το εν λόγω σύστημα;

Ο πιο απλός τρόπος, δύναται να γίνει κατανοητός με το εξής παράδειγμα – ένας Κύπριος φορολογούμενος δημιουργεί ένα τραπεζικό λογαριασμό σε μια χώρα/φορολογικό παράδεισο. Αν η εν λόγω χώρα, δεν έχει συνάψει συμφωνία με την Κυπριακή Δημοκρατία, για ανταλλαγή πληροφοριών, σε θέματα που άπτονται της φοροδιαφυγής, οι αρμόδιες υπηρεσίες της Δημοκρατίας, δεν δύνανται να συλλέξουν πληροφορίες, αναφορικά με τα εισοδήματα και/ή τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία του συγκεκριμένου Κύπριου φοροφυγά. Επομένως, τα εν λόγω εισοδήματα ή κέρδη, δεν μπορούν να φορολογηθούν και άρα ο υπεράκτιος αυτός τραπεζικός λογαριασμός, χρησιμοποιείται ουσιαστικά από τον Κύπριο «πελάτη», για φοροδιαφυγή και ενδεχομένως για «ξέπλυμα χρήματος».

Ένας πιο σύνθετος και περίπλοκος τρόπος φοροδιαφυγής, ο οποίος τείνει να είναι ολοένα και πιο ελκυστικός, στους ούτω καλούμενους «φορολογικούς παράδεισους», είναι η σύσταση «εταιρείας διεθνών δραστηριοτήτων» (IBC). Με απλά λόγια, ο κύριος δικαιούχος χρησιμοποιεί είτε καταπιστεύματα είτε εταιρείες, ως τους κύριους μετόχους της διεθνούς αυτής εταιρείας, οι οποίες εταιρείες και/ή καταπιστεύματα (οι μέτοχοι) με την σειρά τους, ορίζουν για λογαριασμό τους, άλλα νομικά πρόσωπα, ως καταπιστευματοδόχους και/ή κύριους μετόχους. Συνήθως, πίσω από αυτό το πολυσύνθετο «εταιρικό κουβάρι», κρύβεται ένας και μοναδικός δικαιούχος (ο φοροδιαφεύγων).

Επιπλέον, συνιστά πάγια πρακτική, οι διευθυντές των υπεράκτιων αυτών εταιρειών ή οι καταπιστευματοπάροχοι, να συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τον πραγματικό δικαιούχο. Όσον αφορά δε τις υπεράκτιες εταιρείες, συγκεκριμένες συμβατικές ρήτρες, τείνουν να διασφαλίζουν ότι ο πραγματικός δικαιούχος, θα εξακολουθεί να ελέγχει και να επηρεάζει την λειτουργία των υπεράκτιων αυτών εταιρειών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι οι πολύπλοκες αυτές ρυθμίσεις αποσκοπούν στην απόκρυψη του πραγματικού δικαιούχου και των πραγματικών εισοδημάτων αυτού, για φορολογικούς και όχι μόνο σκοπούς.

Σύμφωνα με την Κυπριακή νομοθεσία, όποιος διαμένει στην Δημοκρατία για τουλάχιστον 183 μέρες, οφείλει να δηλώνει όλα του τα εισοδήματα και/ή κέρδη, γιατί αυτά υπόκεινται σε φορολογία (Άρθρο 5 (1) N. 118(I)/2002).

Κάποιος ο οποίος δεν διαμένει μόνιμα στην Δημοκρατία, φορολογείται μόνο για τα εισοδήματα, τα οποία είτε απεκτήθησαν είτε προέρχονται, από δραστηριότητες, ενόσω αυτός βρισκόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Η έννοια της «διαμονής», είναι κεντρική για σκοπούς φορολογικού δικαίου. Για παράδειγμα, αν μια εταιρεία δεν είναι εγγεγραμμένη στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα θεωρηθεί ότι «διαμένει» στην Δημοκρατία και άρα θα υπόκειται σε φορολογία, εάν ασκεί μέρος και/ή το σύνολο των δραστηριοτήτων της στην Κύπρο και επιπλέον έχει την διαχείριση και τον λογιστικό της έλεγχο, εντός της Κυπριακής επικράτειας.

Πως θα μπορούσε όμως η διεθνής κοινότητα να ελέγξει και κατά συνέπεια να πατάξει τα αδικήματα της φοροδιαφυγής και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες;

Ένα τέτοιο εγχείρημα, φαντάζει εξ ορισμού ακατόρθωτο. Θα μπορούσε όμως να επιτευχθεί σημαντική πρόοδος, ως προς την καταπολέμηση και εν τέλει περιορισμό του φαινομένου αυτού.

Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, θα ήταν η δημιουργία αναβαθμισμένων εταιρικών μητρώων, στα οποία υποχρεωτικά θα αναγράφονται οι κύριοι μέτοχοι των εταιρειών και τα οποία μητρώα θα είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες εποπτικές αρχές, μέσω μιας διεθνούς πλατφόρμας δεδομένων. Οι κατά τόπο αρμόδιες αρχές, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν αυτή την βάση δεδομένων και να αντλούν σημαντική πληροφόρηση, αναφορικά με τους κύριους μετόχους των υπεράκτιων εταιρειών.

Τέτοιου είδους εταιρικά μητρώα έχουν ήδη συμπεριληφθεί στις πρόνοιες της σχετικής με το «ξέπλυμα χρήματος», Ευρωπαϊκής Οδηγίας (Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 – Άρθρο 30), την οποία όλα τα κράτη/μέλη θα πρέπει να θέσουν σε εφαρμογή, μέχρι τα μέσα του 2017. Επιπλέον, η σχετικά πρόσφατη Πολυμερής Συμφωνία των Αρμόδιων Αρχών για την Αυτόματη Ανταλλαγή Πληροφοριών, στα πλαίσια το ΟΟΣΑ (υπεγράφη μέχρι στιγμής από 80 κράτη), θα πρέπει να ενισχυθεί και να προσχωρήσουν σε αυτή, περισσότερα κράτη. Αξίζει να σημειωθεί, ότι την εν λόγω συμφωνία δεν υπέγραψαν ακόμη, οι Η.Π.Α.

Τον εποπτικό ρόλο για την εφαρμογή όλων των πιο πάνω, θα πρέπει να έχει μια διακυβερνητική αρχή, και αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από τον ΟΟΣΑ. Ο τελευταίος, θα πρέπει να ενεργεί ως θεματοφύλακας των συμφωνηθέντων και επιπλέον επιβάλλεται όπως στο υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο συμπεριληφθούν σοβαρές κυρώσεις, για τα κράτη εκείνα, τα οποία δεν συνεργάζονται και/ή αμελώς παραλείπουν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους. Επιπρόσθετα, ο ΟΟΣΑ θα μπορούσε να προωθήσει την ιδέα της δημιουργίας μιας παγκόσμιας λίστας χωρών, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονται όλες οι χώρες – «φορολογικοί παράδεισοι» και η οποία θα τυγχάνει καθολικής αποδοχής. Σε μια τέτοια λίστα, επιβάλλεται να περιληφθούν όχι μόνο συγκεκριμένες χώρες, αλλά και τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία με τις πρακτικές τους ενδεχομένως να ενθαρρύνουν ή να υποθάλπουν την φοροδιαφυγή και/ή το «ξέπλυμα χρήματος».

Τέλος, τα κράτη/μέλη της Ε.Ε θα πρέπει να θεσμοθετήσουν αυστηρότερες ποινές για τα υπό αναφορά αδικήματα, πάντοτε όμως σε συνεργασία και/ή διαβούλευση με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς. Μια τέτοια προσπάθεια απαιτεί συλλογικότητα και αποφασιστικότητα, διαφορετικά οι όποιες προσπάθειες, είναι καταδικασμένες σε αποτυχία. Βασική προϋπόθεση για να στεφθεί το όλο εγχείρημα με επιτυχία, είναι να υπάρχει πραγματική βούληση από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, μακριά από πολιτικές σκοπιμότητες ή άλλα επιμέρους συμφέροντα.

*Νομικός Σύμβουλος – Δικηγόρος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος