Κανονισμός 44/2001 (β’ μέρος)

Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς  Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου

· Τα χαρακτηριστικά του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001

Βασικό χαρακτηριστικό τόσο του Κανονισμού όσο και της Σύμβασης των Βρυξελλών, η οποία όπως επισημάνθηκε στο Α μέρος, έχει διασωθεί στο μεγαλύτερο της μέρος από τον Κανονισμό, είναι ότι πρόκειται για ένα Κανονισμό με διπλή λειτουργία και δράση αφού ασχολείται και ρυθμίζει τόσο την αναγνώριση όσο και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Επίσης, χαρακτηρίζεται από ευελιξία και προβλεπτικότητα καθώς και από την αποκλειστικότητα της εφαρμογής του. Τέλος, εξασφαλίζεται η ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού, από όλα τα Συμβαλλόμενα μέρη, τα οποία, σε περίπτωση αμφιβολίας και ή αμφισβητούμενης ερμηνείας και εφαρμογής, δύνανται να αποστείλουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΚ προκειμένου να ανιχνευθεί το αληθές νόημα μίας εκ των διατάξεων του Κανονισμού και με συνακόλουθη δεσμευτική εξουσία ερμηνείας, το ΔΕΚ, των διατάξεων του Κανονισμού. Ο νομικά αρτιότερος και νομοτεχνικά πληρέστερος τρόπος για μία ομοιόμορφη και αποτελεσματική εφαρμογή του Κανονισμού με απώτερο σκοπό την ορθά, γρήγορη και αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης.

· Πώς ο Κανονισμός συρρίκνωσε το γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών

Με τον τρίτο πυλώνα δράσης της Κοινότητας και την συνακόλουθη συνεργασία σε θέματα ασφάλειας και Δικαιοσύνης, ως αυτή επήλθε μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, τα θέματα του δικονομικού διεθνούς δικαίου και του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου ρυθμίζονται από Κανονισμούς και όχι με Διεθνείς Συμβάσεις. Έτσι η Κοινότητα προχώρησε ή στην θέσπιση Κανονισμών ή στην αντικατάσταση των υπαρχόντων Διεθνών Συμβάσεων με Κανονισμούς και έτσι <θύμα> της κοινοτικοποίησης της δικαστικής συνεργασίας υπήρξε η Σύμβαση των Βρυξελλών την οποία προσπάθησε να αντικαταστήσει ο Κανονισμός 44/2001 όχι όμως με πλήρη επιτυχία καθότι η Δανία, η οποία έχει ένα ιδιαίτερο καθεστώς σε σχέση με την θέση σε ισχύ διαφόρων Κανονισμών και Συμβάσεων, δεν μετείχε στην έκδοση του Κανονισμού και άρα δεν δεσμεύεται από αυτόν και η οποία δεσμεύεται από τη Σύμβαση των Βρυξελλών. Από την άλλη όμως, τόσο το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και η Ιρλανδία έχουν εκφράσει την βούληση τους να δεσμευτούν από τον Κανονισμό μετέχοντας στην έκδοση και εφαρμογή του.

Έτσι, αν και από πλευράς περιεχομένου ο Κανονισμός επανέλαβε σε μεγάλο βαθμό τις διατάξεις της Συμβάσεως των Βρυξελλών, δεν εκλείπει η αναφορά στους κύκλους των <ευρωπαϊκών κουτσομπολίστικων πηγαδιών> ότι ο Κανονισμός συρρίκνωσε από γεωγραφικής απόψεως την Σύμβαση των Βρυξελλών.

· Το καθ ύλη πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού

Το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού προσδιορίζεται με θετικό και αρνητικό πρόσημο αφού στο άρθρο 1, αναφέρει ποίες περιπτώσεις καλύπτει και ποίες δεν καλύπτει. Για σκοπούς πληρότητας κρίνουμε φρόνιμο όπως, παραθέσουμε αυτούσιο το άρθρο:

<1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου. Δεν καλύπτει ιδίως φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. 2. Εξαιρούνται από την εφαρμογή του: α) η προσωπική κατάσταση και ικανότητα των φυσικών προσώπων, οι περιουσιακές σχέσεις των συζύγων, οι κληρονομικές σχέσεις· β) οι πτωχεύσεις, πτωχευτικοί συμβιβασμοί και άλλες ανάλογες διαδικασίες· γ) η κοινωνική ασφάλιση· δ) η διαιτησία. 3. Στον παρόντα κανονισμό ο όρος «κράτος μέλος» περιλαμβάνει όλα τα κράτη μέλη πλην της Δανίας>.

Η χρησιμοποίηση του <ιδίως>, για τις περιπτώσεις τις οποίες δεν καλύπτει ο Κανονισμός, υποδηλώνει ενδεικτική αναφορά ενώ το είδος της υποθέσεως, αν δηλαδή είναι αυτή αστική ή εμπορική, καθορίζεται κατά τρόπο αυτόνομο, στο πλαίσιο του ιδίου του Κανονισμού εν συναρτήσει με τους σκοπούς, το σύστημα και την οικονομία αλλά και τις γενικές αρχές που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε το ΔΕΚ στις αποφάσεις του Eurocontrol και Ruffer.

Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού τα απαριθμούμενα υπό α) έως και δ) της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Κανονισμού και αυτό λόγω του αυστηρού προσωποπαγούς χαρακτήρα που έχουν οι σχέσεις ή ιδιότητες αυτές με τον κάθε πολίτη ξεχωριστά που είναι και υπήκοος του κάθε κράτους μέλους ξεχωριστά.

· Οι βάσεις Διεθνούς Δικαιοδοσίας:

Α) Γενική βάση

Ο Κανονισμός όπως και η Σύμβαση θέτουν μία σημαντική διάκριση η οποία έγκειται στο ότι εφαρμόζονται αυτοί και κυρίως ο Κανονισμός όχι μόνο στους υπηκόους των κρατών μελών της ΕΕ αλλά σε κάθε πρόσωπο, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, αρκεί όμως να είναι η κατοικία τους εντός της ΕΕ ή καλύτερα, να έχει την κατοικία του σε Κράτος Μέλος. Με αυτό, η Κοινότητα προσπαθεί να έρθει πιο κοντά στην υλοποίηση και επίτευξη του στόχου της που δεν είναι άλλος από την ταχεία απονομή της Δικαιοσύνης δια της αρμονικής απονομής αυτής.

Χρήσιμη κρίνεται και πάλι η παράθεση των εν λόγω άρθρων:

Άρθρο 2, <1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους. 2. Τα πρόσωπα που δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους στο οποίο κατοικούν, υπάγονται, στο κράτος αυτό, στους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που εφαρμόζονται στους ημεδαπούς>.

Άρθρο 3 <1. Τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο σύμφωνα με τους κανόνες που περιλαμβάνονται στα τμήματα 2 έως 7 του παρόντος κεφαλαίου. 2. Δεν εφαρμόζονται σε βάρος τους ιδίως οι εθνικοί κανόνες δικαιοδοσίας που περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι>.

Και τέλος, το άρθρο 4 < 1. Αν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στο έδαφος κράτους μέλους, η διεθνής δικαιοδοσία σε κάθε κράτος μέλος ρυθμίζεται από το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, με την επιφύλαξη των άρθρων 22 και 23. 2. Κατά του εναγομένου αυτού, κάθε πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά του, μπορεί να επικαλεσθεί στο κράτος αυτό, όπως και οι ημεδαποί, τους εκεί ισχύοντες κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στο παράρτημα Ι>.

Ως προς τη έννοια της κατοικίας δεν βλέπουμε να έχει επιχειρηθεί η απόδοση οιουδήποτε ορισμού. Τουναντίον, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο διάδικος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος και άρα ορθά ασκήθηκε ή καταχωρήθηκε αγωγή στο Χ κράτος και όχι στο Ψ, ο εκάστοτε δικαστής, προκειμένου να αποφανθεί περί τούτου, θα εφαρμόσει το εσωτερικό του Δίκαιο

(ακολουθεί το Γ μέρος)