Ήρθε η ώρα να αλλάξουμε το δημόσιο βίο

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης Ιωνας Νικολάου, μιλώντας στο ετήσιο θρησκευτικό μνημόσυνο του ήρωα της ΕΟΚΑ Παντελή Κατελάρη, ανέφερε ότι μπροστά στις συσσωρευμένες πολιτικές και οικονομικές αντιξοότητες, οφείλει σήμερα ο καθένας από εμάς, να προσμετρήσει τις δικές του ευθύνες.

«Οφείλουμε σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, να θυμηθούμε τον Μακρυγιάννη, να περάσουμε επιτέλους στο «εμείς». Να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας, όχι το τι μπορεί να δώσει η πατρίδα σε εμάς, αλλά στο τι μπορούμε εμείς να προσφέρουμε στην πατρίδα», είπε.

«Ήρθε η ώρα να γυρίσουμε σελίδα. Να αλλάξουμε στο δημόσιο βίο, αυτά που θα έπρεπε να αποτελούν κεκτημένο εδώ και χρόνια. Να αφήσουμε πίσω μας, την αδράνεια που δημιουργεί βόλεμα. Να αφήσουμε πίσω μας, το βόλεμα που γεννά τη διαπλοκή. Που προκαλεί απαξίωση και αναγκάζει τους νέους να ξενιτευτούν για να ζήσουν απλά με αξιοπρέπεια. Για να ζήσουν χωρίς να χρειάζεται να παρακαλέσουν. Ήρθε η ώρα να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά, να σπάσουμε τα αποστήματα της ανομίας και να οδηγήσουμε τους ενεχόμενους, ενώπιον της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη απονέμεται και πλέον θα αποτελεί τον γνώμονα κάθε πράξης, του καθενός μας», ανέφερε.

Πρόσθεσε ότι την ώρα που η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, τη στιγμή που ο διεθνής παράγοντας επιλέγει να εξισώνει τον θύτη με το θύμα, αρνούμενος για τα δικά του συμφέροντα να καταλογίσει ευθύνες, η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων θα έπρεπε να ήταν εκ των ων ουκ άνευ.

Ενότητα και συσπείρωση, είπε ο κ. Νικολάου, γύρω από τα κρίσιμα εθνικά μας συμφέροντα, οι οποίες ποσώς καταργούν το δικαίωμα στην εκφορά απόψεων.

« Άλλο η διαφωνία και άλλο ο πολιτικός κανιβαλισμός. Άλλο η κομματική πολυφωνία και άλλο η εξυπηρέτηση των στενά προσωπικών και κομματικών συμφερόντων, σε κάθε αρνητική εξέλιξη γύρω από το Κυπριακό».

«Αυτές τις δύσκολες ώρες, η εθνική ενότητα και συνεννόηση είναι περισσότερο απαραίτητες από ποτέ. Η εθνική ομοψυχία αποτελεί προϋπόθεση της επιτυχίας και τα παραδείγματα, αλλά και τα αντιπαραδείγματα από την ιστορία μας, είναι πολλά. Ας πρυτανεύσει λοιπόν, ας υπερισχύσει το εθνικό καλό έναντι του κομματικού», ανέφερε.

Αυτό είναι το ιστορικό μας χρέος, πρόσθεσε, έναντι στις απελθούσες και επερχόμενες γενεές των Ελλήνων της Κύπρου. Ανέφερε ότι σε αυτή την προσπάθεια, δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να αδικήσουμε και να προδώσουμε όσους θυσιάστηκαν διαχρονικά για την ελευθερία της ιδιαίτερής μας πατρίδας.

«Ας έχουμε λοιπόν σε αυτή μας την οφειλή, πάντοτε φάρο αγωνιστικότητας και έμπνευσης, τη ζωή και το παράδειγμα που μας καταλείπει ο τιμώμενος σήμερα ήρωας. Αιωνία θα είναι η μνήμη σου, αθάνατε νεκρέ, Έλληνα ήρωα Παντελή Κατελάρη», είπε.

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στη ζωή και τη δράση του ήρωα Παντελή Κατελάρη.

Όπως είπε, μεγαλωμένος σε ατμόσφαιρά βαθιάς χριστιανικής ευσέβειας και ελληνικής αρετής, ο Παντελής κλείνει από ενωρίς στην καρδιά του, την αγάπη για τον Χριστό και την πατρίδα. Η εξαετής του φοίτηση στο δημοτικό σχολείο της κοινότητας, αποκαλύπτει ταυτόχρονα την κλίση του Παντελή στα γράμματα και στον αθλητισμό. Γοητευμένοι οι δάσκαλοι του, τον αξιολογούν σχεδόν μόνιμα με άριστα. Η δεινή όμως οικονομική κατάσταση της οικογένειας, δεν του επιτρέπει τη συνέχιση των σπουδών του. Αναγκάζεται να μαθητεύσει στη τέχνη του ξυλουργού και προσλαμβάνεται στο Τμήμα Δημοσίων Έργων.

«Γυρίζουμε σήμερα στον χρόνο για να παρακολουθήσουμε τον Παντελή να πρωτοστατεί στην ίδρυση του αθλητικού συλλόγου «Νέα Ταμασσός», της ποδοσφαιρικής ομάδας του οποίου διατελεί αρχηγός, μέχρι και τη σύλληψή του το 1957. Την ίδια περίοδο, προπονείται και λαμβάνει μέρος με επιτυχία, στο αγώνισμα των 800 μέτρων ως αθλητής του Γ.Σ.Π.

Αυτό όμως που πυρπολεί την καρδιά του ήρωα, δεν ήταν τίποτα άλλο από το όραμα της απελευθέρωσης. Ήδη, η προπαρασκευή του Αγώνα, δίνει υπόσταση στον πόθο του για Ένωση με την Ελλάδα και η φλόγα της επανάστασης, σιγοκαίει στην ψυχή του.

Με το ξέσπασμα του Αγώνα ο Παντελής, δίνει τον όρκο της τιμής και κατατάσσεται στον μυστικό στρατό της ΕΟΚΑ. Με τα ψευδώνυμα αρχικά «Πάρης» και «Αλύγιστος», αναλαμβάνει ομαδάρχης του χωριού του και ξεδιπλώνει την πολυσχιδή επαναστατική του δράση. Πρώτο του μέλημα, υπήρξε η ενίσχυση του οπλοστασίου της Οργάνωσης. Γνωρίζοντας ποιοι από τους χωρικούς της περιοχής διέθεταν οπλισμό, τους πείθει να τον παραδώσουν και έτσι η ΕΟΚΑ ενισχύεται με δεκάδες πολύτιμα περίστροφα.

Το 1956 ο Παντελής συλλαμβάνεται δύο φορές από τις δυνάμεις ασφαλείας. Η πρώτη αφορούσε υπόθεση συμμετοχής του σε ρίψη χειροβομβίδας στον Στρόβολο και η δεύτερη κατά τη διάρκεια παραμονής του στο Γενικό Νοσοκομείο, μετά τη μάχη απελευθέρωσης του Γιωρκάτζη. Αφήνεται τελικά ελεύθερος και δίνει συνέχεια στην αποστολή του.

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις δύο επιθέσεις εναντίον του Αστυνομικού Σταθμού Δευτεράς με νάρκες και εκρηκτικά. Εξοπλισμένος με το αγαπημένο του Μπερέττα και πυργωμένος με υπερβάλλουσα τόλμη, ο Κατελάρης φέρνει και τις δύο φορές εις πέρας την αποστολή του.

Χαρακτηριστική απόδειξη του θάρρους αλλά και της ολοκληρωτικής αφοσίωσης του στον σκοπό της ΕΟΚΑ, υπήρξε το περιστατικό στο Πέντε Μίλι. Ο Κατελάρης ενώ απολαμβάνει τις σπάνιες στιγμής χαλάρωσης με τους φίλους του στην παραλία, θέτει υπό παρακολούθηση παρακείμενο άγγλο στρατιώτη και με την πρώτη ευκαιρία, του υφαρπάζει το αυτόματο όπλο του. Το τοποθετεί στη συνέχεια σε κρύπτη που είχε δημιουργήσει στο αυτοκίνητό του, για να το παραδώσει αργότερα, με περηφάνια στους ανωτέρους του.

Η δράση του ήρωα, δεν περιορίζεται στα στενά πλαίσια της περιοχής του. Ταυτόχρονα με την επιχειρησιακή και οργανωτική του δράση στην Ορεινή, συμμετέχει επίσης και σε ομάδα Κρούσεως στη Λευκωσία. Σε μια από τις αποστολές, πυροδοτεί νάρκη στον ανηφορικό δρόμο παρά το στρατιωτικό νοσοκομείο, BMH, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά δύο Βρετανοί στρατιώτες.

Ο Αγώνας εισέρχεται στον δεύτερο χρόνο από την έναρξή του και οι απανωτές επιτυχίες των παλικαριών του Διγενή διαδέχονται η μία την άλλη. Αδυνατώντας να εξαρθρώσει το δίκτυο της Οργάνωσης, η πολυθρύλητη βρετανική αποικιοκρατία, αναγκάζεται μέχρι το τέλος του ’56, να συγκεντρώσει στο νησί, περισσότερους από 17 χιλιάδες στρατιώτες.

Η αντίδραση της ΕΟΚΑ στα καταπιεστικά μέτρα των Άγγλων, υπήρξε άμεση και αποφασιστική. Οι τομεάρχες λαμβάνουν διαταγή να κλιμακώσουν την αντίσταση και τις επιθέσεις εναντίον των στόχων του στρατοκρατικού καθεστώτος. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο Παντελής Κατελάρης μαζί με συναγωνιστή του, ανατινάσσουν με νάρκη διερχόμενο στρατιωτικό όχημα παρά τον δρόμο Πέρα – Καμπιά, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό των επιβαινόντων. Σε λίγα λεπτά, ο φτεροπόδαρος Παντελής βρίσκεται ήδη στο σπίτι, ήρεμος και ατάραχος ως να μην είχε συμβεί τίποτε.

Τον Μάρτιο του ’57, ενώ τομεάρχης της ΕΟΚΑ στην ευρύτερη περιοχή ήταν ο Ανδρέας Σεϊττάνης, ο αείμνηστος Σταύρος Στυλιανίδης αναλαμβάνει υπεύθυνος του υποτομέα της περιοχής Ορεινής και η επιλογή του βοηθού του δεν θα μπορούσε να ήταν ευκολότερη. Ο Παντελής αναβαθμίζεται, λαμβάνει το ψευδώνυμο «Ίσαυρος» και μαθητεύει δίπλα, σε ένα από τους ικανότερους κατασκευαστές αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών της ΕΟΚΑ. Λίγους μήνες αργότερα, αγγλική περίπολος συλλαμβάνει τον ήρωα ενώ έκρυβε τις νάρκες τις οποίες είχε μόλις κατασκευάσει, παρά την οικία του. Μαζί του συλλαμβάνονται τα μικρότερα αδέλφια του Τομάζος και Ανδρέας, η χήρα μητέρα του Ειρήνη και η αδερφή του Φρόσω.

Οι συλληφθέντες οδηγούνται στα αστυνομικά κρατητήρια της Ομορφίτας, τοποθετούνται σε ξεχωριστά κελιά και υποβάλλονται σε πολύωρες και εξαντλητικές ανακρίσεις. Από την απάνθρωπη μεταχείριση δεν εξαιρείται ούτε ο 13χρονος τότε Τομάζος, μαθητής της πρώτης τάξης του Γυμνασίου. Οι Βρετανοί είναι πλέον πεπεισμένοι ότι ο Κατελάρης, είναι υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΟΚΑ και η ευκαιρία που τους παρουσιάζεται, φαντάζει μοναδική.

Παρά την άγρια κακοποίηση την οποία υφίσταται, ο Παντελής παραμένει πιστός στον όρκο της σιωπής και αφήνει κενή τη ματαιοδοξία των βασανιστών του, ότι θα μπορούσαν να του αποσπάσουν πληροφορίες. Προσποιείται δε, ότι θα τους αποκάλυπτε κρύπτη οπλισμού και κατά τη μεταφορά του, στα στενά σοκάκια της Λακατάμιας, καταφέρνει με επιδέξιο τρόπο να διαφύγει, παρά τα πυρά που εξαπολύονται εναντίον του. Ήταν από τους ανθρώπους που δεν τους πιάνουν εύκολα οι σφαίρες.

Την επομένη ενώνεται ήδη με το αντάρτικο στην περιοχή Μαχαιρά, επικηρυγμένος από τις δυνάμεις ασφαλείας με το ποσό των πέντε χιλιάδων λιρών. Επικηρυγμένος αλλά περήφανος, όπως θα εκμυστηρευτεί στη συνέχεια, για το ιδιόχειρο συγχαρητήριο μήνυμα του Αρχηγού Διγενή. Ο ήρωας επανέρχεται στην δράση, όμως η χαρά του επισκιάζεται από την αγωνία που του προκαλεί η δίκη των μελών της οικογένειας του και η θλίψη του για την εξάμηνη φυλάκιση την οποία καταδικάζεται εν τέλει, ο αδερφός του Ανδρέας.

Τα βασανιστήρια και η καταδίκη του αγαπημένου του αδερφού, προσδίδουν στη δράση του πλέον, προσωπικές διαστάσεις. Πεισμωμένος για μεγαλύτερη δράση και αποφασισμένος για περισσότερα πλήγματα, μετατρέπει μαζί με τους συναγωνιστές του, το κρησφύγετο τους στον Άη Γιάννη της Μαλούντας, σε χημικό εργαστήριο. Νάρκες, κανονάκια και χειροβομβίδες αποτελούν την καθημερινή συντροφιά του Κατελάρη, που πλέον αναγκάζεται να μείνει μακριά από κάθε επαφή με την οικογένεια του

«Μη με περιμένεις πια στο σπίτι σου, μητέρα. Τώρα έχω μητέρα την πατρίδα και δεν μπορώ να την αποχωριστώ. Ζήσε με τα άλλα παιδιά σου και ξέχασε εμένα»

Λίγες ημέρες αργότερα, η τραγική προφητικότητα του γράμματος, έμελλε να επαληθευτεί. Στις 18 του Γεννάρη του ’58, μια εκκωφαντική έκρηξη δονεί την κοινότητα και εξαφανίζει από προσώπου γης το κρησφύγετο και κάθε τι παραπλήσια. Οι αρχικές ελπίδες όσων γνώριζαν, η ελπίδα ότι ο Κατελάρης θα μπορούσε να είχε διαφύγει πριν την έκρηξη, σύντομα διαψεύδονται. Με εντολές του Γρίβα ο θάνατός του τηρείται, μυστικός, και θάβεται την ίδια νύχτα από άντρες της ΕΟΚΑ σε ανοικτό μέρος έξω από το χωριό.

Λίγους μήνες αργότερα η δύστυχη μάνα του, μη έχοντας νέα του γιου της, ζητά, κατά τραγική ειρωνεία, από τον Παπά-Χαράλαμπο που τον κήδευσε, να αναπέμψει δέηση για την υγεία και ασφαλή επιστροφή του γιου της. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, όταν τα όπλα παύουν να κροταλίζουν και οι αντάρτες επιστρέφουν θριαμβευτικά, η δοκιμασία της οικογένειας του Παντελή, ολοκληρώνεται. Ο αδερφός του Κώστας και ο γαμπρός του Θεμιστοκλής, οι οποίοι γνώριζαν εξαρχής, ανακοινώνουν στην κυρά Ειρήνη το τραγικό μαντάτο. Οι πανάρχαιοι, ομηρικοί θρήνοι αναβιώνουν και η κυρά Ειρήνη σαν άλλη Σπαρτιάτισσα μάνα, υπερβαίνει τα ανθρώπινα μέτρα:

«Όταν εφκήκε καταζητούμενος ο Παντελής μας, ήξερα ότι εμπόρεν να σκοτωθεί. Ήξερα ότι η Ελευθερία θέλει θυσίες. Χαλάλιν της Πατρίδας μας ο γιος μου. Το μόνο μου παράπονο είναι που εν ήμουν κοντά του να τον φιλήσω. Είμαι σίγουρη όμως, ότι τον εφίλησε μια άλλη για μένα, μια άλλη που τόσο πολλά αγάπησε ο γιος μου. Εφίλησεν τον η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».

Πολυάριθμοι εκτιμητές του έργου του, αμέτρητοι συναγωνιστές του και χιλιάδες κόσμου κατευοδώνουν το καμάρι των Επισκοπειού, στις 17 Ιανουαρίου του 1965 κατά την ανακομιδή των οστών του στην γενέτειρά του. Ο Αρχηγός Διγενής με την φλογερή του ομιλία, ραψωδεί τον λεοντόκαρδο αγωνιστή, του οποίου τα οστά θα φυλάσσονται πλέον από τη Ιστορία, στην νεκροθήκη των Ημίθεων Ελλήνων Ηρώων».