18 Μαρτίου: Σαν σήμερα «έφυγε» ο ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης

Σαν σήμερα «έφυγε» ο ποιητής, Οδυσσέας Ελύτης

Ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 και έφυγε στις 18 Μαρτίου 1996.

Το 1960 διακρίθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ.

Ο Οδυσσέας Ελύτης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη, Ηράκλειο Κρήτης, 2 Νοεμβρίου 1911 – Αθήνα, 18 Μαρτίου 1996), ήταν γιος του εργοστασιάρχη σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας Παναγιώτη Θ. Αλεπουδέλη και της Μαρίας το γένος Βρανά, που κατάγονταν από τη Μυτιλήνη.

Από το 1927 ξεκίνησε το εντεινόμενο ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία. Το 1929 θεωρείται ως ορόσημο στη ζωή του Ελύτη. Τότε ήρθε σε επαφή με τον Υπερρεαλισμό, μέσω της ποίησης του Λόρκα και του Ελυάρ και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα με το ψευδώνυμο Ελύτης.

Συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης ως μεταφραστής. Το 1965 χρονολογείται και η έναρξη της ενασχόλησής του με τη ζωγραφική και το κολάζ.  Πέθανε το Μάρτη του 1996 στην τελευταία του κατοικία στην οδό Σκουφά.

Ο Οδυσσέας Ελύτης τοποθετείται από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας στους κορυφαίους έλληνες ποιητές του αιώνα μας. Με την ποίησή του υπέταξε τα λεγόμενα ορθόδοξα σχήματα της λογοτεχνικής έκφρασης του υπερρεαλιστικού ρεύματος στην έκφραση της δια βίου πνευματικής αγωνίας του για τον ορισμό της νεοελληνικής ταυτότητας σε σχέση με τη Δύση. Έργα του μεταφράστηκαν σε πολλές ξένες γλώσσες.

Η ποίησή του γέννησε μεγάλα και διαχρονικά τραγούδια.

Το ίδιο και τα «αποφθέγματά» του, τόσο επίκαιρα σαν να γράφτηκαν χθες…

Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη.

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

Είναι διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Την αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα

Η λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

Το «κενό» υπάρΚάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά.χει όσο δεν πέφτεις μέσα του.

Όταν ακούς «τάξη», ανθρωπινό κρέας μυρίζει

Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία…

Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από πού βλέπει κανείς τον ουρανό.
Εγώ τον έχω δει από καταμεσίς της θάλασσας.

Για να πατάς στέρεα στη γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από τη γη.

Όταν η συμφορά συμφέρει, λογάριαζέ την για πόρνη.

Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;

Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα.

Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.

Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία

Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.

Τη μαγεία δεν την πιάνεις με την ερμηνεία της μαγείας, πόσο μάλλον με την περιγραφή της ερμηνείας της μαγείας. Ή κελαηδάς ή σωπαίνεις. Δε λες: αυτό που κάνω είναι κελαηδητό!

Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει.

Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.

Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει

Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα ‘χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο.

Είσαι σήμερα μονάρχης κι ώσαμ’ αύριο δεν υπάρχεις

Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο

Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι.

Έχουμε την πάσα ευκολία να πλησιάζουμε τα φονικά, δεν έχουμε όμως καμιά για τα τριαντάφυλλα.

Αν υπάρχει κάτι που περνάει από χέρι σε χέρι, αυτό είναι η ανθρωπιά.

Αντιστρατευτήκαμε ριζωμένες προλήψεις, φίλτατε, πρέπει να το παραδεχτούμε και να πληρώσουμε.

Ποιος θα φανταζότανε ποτέ ότι σε μέρες ειρήνης κι ευημερίας η χάρις θα μπορούσε να υποτιμηθεί; Και όμως.

Η αγάπη είναι μια υπέροχη κακοτοπιά. Όσοι βάλθηκαν να την εξερευνήσουν δεν επέστρεψαν ποτέ -καλή τους ώρα!

Ό,τι σήμερα μοιάζει ανώδυνο, Κύριοι, θα πονέσει αύριο. Περιμένετε λιγάκι να ξημερώσει