Η έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών δόθηκε στη δημοσιότητα

Η έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, μεγέθους 1200 σελίδων, δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.

Στην έκθεση  η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Θεσμών, η οποία σε 44 συνεδρίες εξέτασε την πορεία που οδήγησε την Κυπριακή Δημοκρατία στο μηχανισμό στήριξης της ΕΕ, παραθέτει τους λόγους της κατάρρευσης της κυπριακής οικονομίας.

Η έκθεση καταπιάνεται με τα διάφορα θέματα που οδήγησαν τον τραπεζικό τομέα στην κατάρρευση. Ειδικότερα, καλύπτει την πώληση αξιογράφων κεφαλαίου, τη διασυνοριακή συγχώνευση της Λαϊκής Τράπεζας, την παροχή έκτακτης ρευστότητας στην Λαϊκή Τράπεζα (ELA), τις επεκτάσεις των κυπριακών τραπεζών στο εξωτερικό, το δανεισμό πελατών σε ξένο νόμισμα, τις χορηγήσεις του Συνεργατισμού, την παραχώρηση δανείων με προνομιακή μεταχείρηση, τις αμοιβές και τα μπόνους τραπεζικών στελεχών και Διοικητικών Συμβουλίων των κυπριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, τα επακόλουθα των αποφάσεων του Eurogroup της 15ης Μαρτίου.

Καλύπτονται επίσης τα θέματα των οικονομικών καταστάσεων, η παραχώρηση δανείων για επενδύσεις σε μετοχές της Marfin Investment Group (MIG), οι χρεώσεις εξωτερικών συμβούλων, ο διαγνωστικός έλεγχος της PIMCO, καθώς και άλλα θέματα που περιήλθαν σε γνώση της Επιτροπής κατά την εξέταση του όλου θέματος, όπως τις διαγραφές δεδομένων από τα αρχεία της Τράπεζας Κύπρου, την MIG και το Tosca Fund, το θέμα των Πολιτικά Εκτεθειμένων Προσώπων, την ανάθεση του διαγνωστικού ελέγχου από τον οίκο PIMCO, τις πληροφορίες για χρηματισμό πολιτικών προσώπων, κομμάτων, και μέσων μαζικής ενημέρωσης.

Τα συμπεράσματα της Επιτροπής αρχίζουν στη σελίδα 371 και καλύπτουν όλα τα θέματα που εξετάστηκαν από την Επιτροπή. Παράλληλα, σε ξεχωριστό παράρτημα παρατίθενται τα χωριστά συμπεράσματα των κομμάτων.

Η Επιτροπή με απόφασή της δεν προχώρησε στη δημοσιοποίηση των ονομάτων των εκροών κεφαλαίου από τις κυπριακές τράπεζες κατά την επίμαχη περίοδο. “Υπό το φως της απόφασης να μην δημοσιοποιηθεί στο παρόν στάδιο κατάλογος με αποσύρσεις καταθέσεων για οποιαδήποτε περίοδο… η επιτροπή επισημαίνει πως η απόσυρση καταθέσεων κατά την περίοδο που δεν υπήρχαν περιοριστικά μέτρα από μόνη της δεν αποτελεί ούτε αξιόποινή ούτε ανήθικη πράξη. Θεωρεί ωστόσο να καθοριστούν κριτήρια για εκείνα τα πρόσωπα που μπορεί να χαρακτηριστούν `πολιτικά εκτεθειμένα πρόσωπα` και για τα οποία ενδεχομένως να υπάρχει θέμα είτε ανήθικης είτε και αξιόποινης πράξης ανάλογα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέβησαν σε τέτοιες αποσύρσεις”, αναφέρεται.

Αξιόγραφα
Σε σχέση με τα αξιόγραφα κεφαλαίου που αναφέρονται πρώτα στις διαπιστώσεις/απόψεις/συμπεράσματα της Επιτροπής, σημειώνεται ότι η Επιτροπή κρίνει ότι το ύψος του διοικητικού προστίμου που επιβλήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα στην Τράπεζα Κύπρου και η μη επιβολή διοικητικού προστίμου στη Cyprus Popular Bank Public είναι μη ικανοποιητικά σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος. Σημειώνεται ακόμα ότι αριθμός προσώπων που απασχολούσαν δεν ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο εγγεγγραμμένα στο δημόσιο μητρώο όπως απαιτεί ο νόμος.

Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι οι εποπτικές αρχές δεν ασκούσαν ικανοποιητικό προληπτικό έλεγχο στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και θεωρεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες πρέπει άμεσα να προχωρήσουν στην τροποποίηση των προνοιών του νομοθετικού πλασίου που αφορούν την επιβολή προστίμου, προς το αυστηρότερο.

Θεωρεί, επίσης, ότι οι επενδυτές των τραπεζικών αξιογράφων πιθανόν να έχουν παραπλανηθεί και από τις εκδοθείσες οικονομικές καταστάσεις των ιδρυμάτων.

“Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι τράπεζες παραπλάνησαν το κοινό, αφού με βάση τις οδηγίες της ΕΕ μπορούσαν μονομερώς να μην καταβάλουν τόκους και να μετατρέψουν τα αξιόγραφα σε μετοχές, γεγονός που οι επενδυτές στις περισσότερες περιπτώσεις δεν γνώριζαν”, σημειώνεται.

Απευθύνεται, επίσης έκκληση στις αρχές για επίσπευση των διαδικασιών εκδίκασης των υποθέσεων αξιογράφων, “ώστε να αποζημιωθούν οι εξαπατηθέντες”.

Διατραπεζικός δανεισμός της Λαϊκής Τράπεζας

Σε σχέση με το διατραπεζικό δανεισμό της Λαϊκής Τράπεζας η Επιτροπή εξάγει το συμπέρασμα, αναφέρεται στην έκθεση, ότι διαχρονικά υπήρξε εκ μέρους της διοίκησης της μια στρατηγική “φορτώματος” διατραπεζικού χρέους της τράπεζας στην Κύπρο και αντιστρόφως ανάλογα “ξεφορτώματος” διατραπεζικού χρέους της τράπεζας από τον ελλαδικό χώρο.

Σημειώνεται περαιτέρω ότι η υπερφόρτωση αυτή του χρέους στην Κύπρο ανάγκασε τη διοίκηση να προβεί σε περαιτέρω δανεισμό και σε ταυτόχρονη άντληση έκτακτης ρευστότητας σε EAL και μεταφορά του ενδεχομένως στον ελλαδικό χώρο για μείωση του διατραπεζικού δανεισμού στην Ελλάδα. “Αυτό όμως, κατά την άποψη της Επιτροπής, και σε συνδυασμό με την απώλεια των καταθέσεων υπήρξε και ο βασικόερο ςλόγος της συνεχούς αύξησης του ELA, που επέφερε όλες τις δραματικές συνέπειες και την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην Κύπρο”, σημειώνεται στην έκθεση.

Αναφέρεται, επίσης σε συστηματικό και “εγκληματικό” τρόπο από τη διοίκηση και τα στελέχη της τράπεζας που παρέσυραν τη Λαϊκή και την οικονομία σε κατάρρευση.

Σε ό,τι αφορά στην έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα και την κρατική στήριξη με 1,8 δισεκ. Ευρώ της Λαϊκής, η Επιτροπή “διαπιστώνει την αδράνεια, αλλά και την έλλειψη υπευθυνότητας των κρατικών αρμοδίων, που δεν ενήργησαν έγκαιρα και στον κατάλληλο χρόνο που επιτρεπόταν, δηλαδή αμέσως μετά το κούρεμα του ελληνικού χρέους, ώστε να εντάξουν τη χώρα στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, εφόσον η Κυβέρνηση ευθύς εξαρχής δεν ήταν σε θέση να παρέχει στήριξη και εφόσον δεν μπορούσε να παράσχει χρηματοδότηση για ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής Τράπεζας”.

Σε άλλο σημείο της έκθεσης, αναφέρεται ότι “η Επιτροπή… εξάγει αβίαστα το συμπέρασμα ότι η κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς επίσης η οικονομική καταστροφή της Κύπρου συντελέστηκε λόγω των κάκιστων, αλλά και των εγκληματικών χειρισμό των αρμοδίων μέσα σε σαράντα δύο ημέρες”.

Η Επιτροπή κρίνει, όπως αναφέρεται περαιτέρω, ότι για τη σημερινή κατάσταση της οικονομίας “σοβαρή ευθύνη υπέχει τόσο ο τέως όσο και ο πρώην Διοικητής της ΚΤΚ, αφού ως εκ της θέσεώς τους, των γνώσεων και της εμπειρογνωμοσύνης τους όφειλαν να γνωρίζουν ότι με τα δεδομένα φερεγγυότητας της συγκεκριμένης τράπεζας ο συγκεκριμένος χειρισμός παροχής έκτακτης ενίσχυσης σε ρευστότητα, δηλαδή ELA, περιείχε σοβαρούς κινδύνους τόσο για την επηρεαζόμενη τράπεζα όσο και για το χρηματοπιστωτικό σύστημα ευρύτερα και την οικονομία του τόπου γενικότερα”.

Εκτενής αναφορά γίνεται στη συνέχεια στις κυβερνητικές αποφάσεις σε ό,τι αφορά το θέμα και αναφέρεται σε κάποιο σημείο ότι τα προβλήματα ρευστότητας, φερεγγυότητας και κεφαλαιακής επάρκειας ήταν γνωστά στους κυβερνητικούς αρμοδίους, “οι οποίοι ενδεχομένως ενήργησαν με ασύγγνωστη αμέλεια, προχωρώντας στην παροχή διαβεβαιώσεων και κρατικών εγγυήσεων για τη συνέχιση της λειτουργίας ενός κατ` ουσίαν αφερέγγυου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος”.

Εξαγορά Uniastrum και επένδυση στην Banka Transilvania

Εκτενής αναφορά γίνεται στην εξαγορά της Uniastrum από την Τράπεζα Κύπρου. Η Επιτροπή παραθέτει τις αξιολογήσεις διεθνών οίκων, στα στοιχεία από εκθέσεις δέουσας επιμέλειας κ.ά., αναφέρεται σε ανορθόδοξο δανεισμό της Uniastrum πριν από την εξαγορά της, στο ό,τι δεν υπανα΄χωρησ εη Τράπεζα Κύπρου και σημειώνεται ότι θα πρέπει να διεξαχθεί έρευνα για την έγκριση από την ΚΤΚ της Uniastrum πριν ολοκληρωθεί η έκθεση δέουσας επιμέλειας. Θα πρέπει, επίσης, αναφέρει να τύχει ενδελεχούς έρευνας το ενδεχόμενο διενέργειας παράνομων πληρωμών και δωροδοκιών ύψους 50 εκ. που αφορούσαν την εξαγορά της Uniastrum σε πέντε πρόσωπα.

Σε ό,τι αφορά την Banka Transilvania, εκτός των άλλων, γίνεται αναφορά σε “χειραγώγηση της αγοράς¨, ότι “φαίνεται ότι έχει γίνει προσπάθεια παραπλάνησης των ρουμανικών διωκτικών αρχών από τους αξιωματούχους της Τράπεζας Κύπρου και ενδεχομένως από ιδιωτικό ελεγκτικό οίκο”.

Εκροές κεφαλαίων από καταθέσεις

Στην έκθεση αναφέρεται για το θέμα ότι “από τη συζήτηση που έγινε ενώπιον της Επιτροπής καθίσταται σαφές ότι παρατηρήθηκαν κύματα εκροών καταθέσεων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κατά κρίσιμες περιόδους, τα οποία αναχαιτίζονταν μετά από δημόσιες δηλώσεις, επομένως λογικά προκύπτει το ερώτημα γιατί η ΚΤΚ δεν έλαβε οποιαδήποτε μέτρα”.

Πώληση υποκαταστημάτων στην Ελλάδα

Η Επιτροπή, αναφέρεται στην έκθεση σε ότι αφορά το θέμα αυτό, “καταλήγει στην άποψη ότι η πώληση των ελλαδικών δραστηριοτήτων των κυπριακών τραπεζών ήταν εξαιρετικά επιζήμια για το κυπριακό χρηματοπιστωτικό σύστημα και δεν έπρεπε να πραγματοποιηθεί ή τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που τελικά πραγματοποιήθηκε”.

Η Επιτροπή, προστίθεται, εκτιμά ότι η ζημιά για την Κύπρο μπορεί να ανέρχεται στο ποσό των 3,5 δισεκ. Ευρώ με εμφανή οφέλη για την Τράπεζα Πειραιών.

“Η Επιτροπή σχημάτισε την άποψη ότι υπήρξε ασύγγνωστη ολιγωρία εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να διαμορφώσουν ένα σωστό και περιεκτικό πλαίσιο δραστικού περιορισμού των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στον ελλαδικό χώρο, καθώς πολλά ζητήματα θα έπρεπε να είχαν τύχει του δέοντος χειρισμού τουλάχιστον από το 2011, οπότε και η ΚΤΚ έλαβε ίδια γνώση για το μέγεθος των ατασθαλιών και του δανεισμού που επικρατούσαν στη ΜΕΒ¨, σημειώνεται.