Περί προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος

Aκολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και σημειούται πως είναι η απόφαση της πλειοψηφίας καθότι η απόφαση επί του συγκεκριμένου κατωτέρω ζητήματος δεν ήταν ομόφωνη.

Το θέμα που πραγματεύεται η εν λόγω απόφαση, συνίσταται σε Αίτηση που είχε καταχωρήσει ο Εφεσείων/Αιτητής, σε Οικογενειακό Δικαστήριο και με την οποία αξιούσε όπως αναγνωρισθεί πως δεν ήτο ο βιολογικός και/ή φυσικός πατέρας του συγκεκριμένου, στη βάση των εκεί πραγματικών δεδομένων, τέκνου.

Το θέμα, μεταξύ άλλων, διέπετο και από το άρθρο 4 της Σύμβασης επί της Νομικής Καταστάσεως Εξώγαμων Τέκνων την οποία υπέγραψε και κύρωσε η Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 50/1979 και η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον αιτητή να αιτείται ως ανωτέρω. Ως προς την νομική ισχύ και θέση που κατέχει η Σύμβαση στο Δικαικό μας σύστημα, αναφέρει η απόφαση της πλειοψηφίας:

<Η Σύμβαση, όπως είναι θεμελιωμένο έχει αυξημένη ισχύ, όχι υπό την έννοια της ανάκλησης οποιουδήποτε αντιφατικού με αυτή εσωτερικού δικαίου, αλλά υπό την έννοια ότι έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα στην εφαρμογή της έναντι του εσωτερικού δικαίου. (βλ. Toulla G. Malachtou v. Christodoulos G. Armeftis and Another (1987) 1 C.L.R. 207, In re Charalambous (1987) 1 C.L.R. 427). Στην υπόθεση Ιn re Charalambous, σελ. 435 έχουν αναφερθεί τα ακόλουθα:

«This Convention, its application in the legal order of Cyprus and Article 169 of the Constitution were judicially considered in Civil Appeal No. 6616, Toulla G. Malachtou v. Christodoulos G. Armeftis and Another, unreported, taken by five Judges of this Court. It was held that the Convention has superior force and any incompatible provisions of the Municipal Law are not applicable. The law applicable is that set out in the Convention. The Convention prevails over an inconsistent law anterior or posterior, on the principle of lex superior derogate inferiori. The Convention has superior force, not in the sense of repealing the inconsistent law but in the sense of having superiority and precedence in its application.”

Το άρθρο 4 της Σύμβασης προβλέπει ως ακολούθως: «Η εκουσία αναγνώρισις της πατρότητος δεν δύναται να καταπολεμήται ή να αμφισβητήται καθ’ ον τρόπον προβλέπει το εσωτερικόν δίκαιον διά τας τοιαύτας διαδικασίας, εκτός εάν το πρόσωπον το οποίον επιδιώκη να προβή εις αναγνώρισιν ή το οποίον έχει προβή εις την αναγνώρισιν του τέκνου δεν είναι ο βιολογικός τούτου πατήρ.» Τα άρθρα δε 17(4) και 18 του Ν. 187/91, επί των οποίων στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και απέρριψε την αίτηση του Εφεσείοντα/Αιτητή, αναφέρουν τα ακόλουθα:

«17. (4) Η εκούσια αναγνώριση δεν μπορεί να ανακληθεί. Προσβολή της αναγνώρισης – 18. (1) Το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου οι κατιόντες του, δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά ο πατέρας. (2) Στην περίπτωση όπου η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα την αναγνώριση δικαιούνται να προσβάλουν οι γονείς της και στην περίπτωση του εδαφίου (3) του άρθρου 16 ο παππούς ή η γιαγιά που δεν έχει προβεί στην αναγνώριση. (3) Την εκούσια αναγνώριση δικαιούται να προσβάλει το πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι είναι ο αληθινός πατέρας του τέκνου.»

Στην βάση των πιο πάνω, κατέληξε το Ανώτατο Δικαστήριο πως:

<Στην προκείμενη υπόθεση, ο εφεσείων καλύπτεται από το άρθρο 4 της Σύμβασης, η οποία ως έχει αναφερθεί, έχει αυξημένη ισχύ και προβάδισμα έναντι του εσωτερικού δικαίου. Συνεπώς παρόλη την περί αντιθέτου πρόνοια – άρθρο 17(4), 18 – του εσωτερικού νόμου, ο περί Τέκνων (Συγγένεια και Νομική Υπόσταση) Νόμος του 1991 (Ν. 187/91), ο εφεσείων νομιμοποιείται στην προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης του εξώγαμου τέκνου που γεννήθηκε την 20/1/2009 από την εφεσίβλητη ως ο μη βιολογικός πατέρας του. Η σύμβαση ισχύει και για αναγνωρίσεις που έγιναν στην Κύπρο και όχι μόνο σε ξένες χώρες. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη Σύμβαση που να το απαγορεύει αυτό>.