Νομολογιακές Αρχές περί του όρου Νομικόν Ζήτημα και αναφορά στο άρθρο 148 του Κεφ. 155 ήτοι, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου:

<…Το άρθρο 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «Δικαστήριο το οποίο ασκεί ποινική δικαιοδοσία δύναται, και με αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πρέπει, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο νομικό ζήτημα που εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης οποιουδήποτε προσώπου.»

Αίτηση δυνάμει του πιο πάνω άρθρου μπορεί να υποβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας είτε πριν, είτε μετά την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στο νομικό ζήτημα που εγείρεται και είναι επιθυμητό το ζήτημα να αποφασίζεται πρώτα από το πρωτόδικο Δικαστήριο πριν επιφυλαχθεί το νομικό ζήτημα για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο (Regina v. Sampson Georghiades (1957)22 C.L.R.102, R. v. Sampson (1977)2C.L.R.1, Δημοκρατία ν. Εκδοτική Εταιρεία (1982)2 C.L.R.63). Στην In Re Charalambous and Another (1974) 2 C.L.R. 37, 42 λέχθηκε ότι νομικό ζήτημα μέσα στην έννοια του άρθρου 148(1) σημαίνει μόνο νομικό ζήτημα που προκύπτει κατά τη διάρκεια της δίκης σε στάδιο κατά το οποίο είναι αναγκαίο όπως επιλυθεί για να είναι δυνατή η συνέχιση της διαδικασίας, σύμφωνα με το νόμο και τους κανόνες της Ποινικής Δικονομίας. Το νομικό ζήτημα πρέπει να παρεισφρέει στη διαδικασία, επιβάλλοντας την παρουσία του και αξιώνοντας άμεση απάντηση.

Όπως εξηγείται στην Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 Α.Α.Δ. 126, 135 για να εγείρεται ζήτημα παραπομπής δυνάμει του άρθρου 148 (1) πρέπει να συνυπάρχουν δύο προϋποθέσεις. Το ερώτημα να είναι νομικό και να εγείρεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Εφόσον ικανοποιούνται οι δύο προϋποθέσεις το ζήτημα της παραπομπής ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου όταν η σχετική αίτηση δεν υποβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα. Όταν δεν τηρούνται και οι δύο πιο πάνω προϋποθέσεις το ζήτημα δεν μπορεί να παραπεμφθεί ακόμα και αν προς τούτο αιτείται ο Γενικός Εισαγγελέας.

Κατά την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου, μια παράμετρος που λαμβάνεται υπόψη, χωρίς να αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα, είναι το ανεπιθύμητο της διακοπής της δίκης και οι συνέπειες που απορρέουν από τέτοια διακοπή όπως αναφέρεται στην Δημοκρατία v. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232, 248>.

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος