Standard & Poor’s:Αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας

Ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor`s, ανέβασε τη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, από Β- σε Β,  εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν σταθερές.

Αιτιολογώντας την αξιολόγησή του ο οίκος αναφέρει μεταξύ άλλων πως η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει «ουσιαστική δημοσιονομική προσαρμογή», και ότι τα ρίσκα σε αυτόν τον τομέα «έχουν υποχωρήσει», και θεωρεί πολύ σημαντικό γεγονός ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει ένα ικανό αποθεματικό για να καλύψει ενδεχόμενες νέες ανάγκες των ελληνικών τραπεζών εφόσον αυτό κριθεί απαραίτητο.

Η S&P εκτιμά ότι από τον επόμενο χρόνο η ελληνική οικονομία θα βγει από επτά χρόνια συνεχόμενης αρνητικής ανάπτυξης, και προβλέπει στα επόμενα χρόνια να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της γύρω στα 2% .

Το ποσοστό είναι μικρότερο του 4,5% επί του ΑΕΠ που έχει ως στόχο η κυβέρνηση με βάση το πρόγραμμα της τρόικας, αλλά ο οίκος αξιολόγησης εκτιμά ότι η δική της, χαμηλότερη πρόβλεψη, είναι «πιο ρεαλιστική και συνεπής με μια ήπια μείωση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ».

Προβλέπεται ακόμα, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις της S&P, ότι το ακαθάριστο χρέος της κυβέρνησης θα μειωθεί ελαφρώς στο 164% του ΑΕΠ το 2017, από το 177% το 2014.

«Παρά τη μείωση αυτή όμως, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά χρέους ανάμεσα στις χώρες που αξιολογούμε», σημειώνει η S&P στην τελευταία έκθεσή της.

Επιπλέον, αναμένει ότι η ελληνική κυβέρνηση θα απορροφήσει ένα αυξημένο μερίδιο κοινοτικών κονδυλίων, θα διευρύνει κι άλλο την φορολογική της βάση και γίνει πιο αποτελεσματική στην είσπραξη φόρων. Για την περαιτέρω μείωση δαπανών θεωρεί ότι τα περιθώρια είναι πια μικρά για την ελληνική κυβέρνηση. Σημειώνει ότι ίσως υπάρξουν κάποιες ήπιες μειώσεις φόρων, αποφαίνεται ότι η πτώση του κόστους εργασίας κατά 16% από το 2008-2013 έχει βοηθήσει τον τουριστικό κλάδο της χώρας, παρατηρεί όμως ότι ο μικρός τομέας της μεταποίησης δεν έχει επωφεληθεί στον ίδιο βαθμό (σε αντίθεση με την Ισπανία, την Πορτογαλία ή την Ιρλανδία).

Ενδιαφέρον, πάντως, έχει η επισήμανση της S&P στην έκθεσή της ότι «μόνο σταδιακά» θα αρχίσουν να περιορίζονται οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών από την αναμενόμενη σταθεροποίηση στην αγορά εργασίας.

Η S&P υπογραμμίζει πως, παρά το γεγονός ότι θεωρεί ότι «το περίπλοκο πολιτικό περιβάλλον συνιστά παράγοντα αδυναμίας σε ό,τι αφορά την πιστοληπτική αξιολόγηση» θα μπορούσε να προχωρήσει σε νέα αναβάθμιση της ελληνικής αξιολόγησης εάν:

– Αποκτήσει μεγαλύτερη δυναμική η ανάπτυξη σε σχέση με τις προσδοκίες
– Ενισχυθεί σημαντικά το θεσμικό πλαίσιο. Κάτι τέτοιο θα είχε σαν αποτέλεσμα να αποδώσουν ταχύτερα οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων σε σχέση με τις προβλέψεις. Και,
– Εάν η αποκατάσταση της υγείας του τραπεζικού συστήματος οδηγήσει σε πιο δυναμική αύξηση των χορηγήσεων.

Από την άλλη, το να μην πετύχει η ελληνική κυβέρνηση την σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, λόγω πχ μεγαλύτερων αποπληθωριστικών πιέσεων σε σχέση με τις εκτιμήσεις, θα ήταν λόγος για να προχωρούσε η S&P σε υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος. Το ίδιο θα έκανε και εάν εκτιμούσε πως η Ελλάδα θα ζητούσε πάλι από ιδιώτες πιστωτές (ομολογιούχους) να συμμετάσχουν σε Τρίτη αναδιάρθρωση του χρέους της, «είτε λόγω αλλαγής κυβερνητικής πολιτικής, είτε λόγω μιας ανάγκης ίσης μεταχείρισης μεταξύ του επίσημου τομέα και των ιδιωτών».