Aκολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (περί συμβάσεων)

Aκολουθεί απόσπασμα από Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία πραγματεύεται την ελεύθερη βούληση κατά τη σύναψη των συμβάσεων και την ηθελημένη προσχώρηση σε αυτές.

Περί της ελευθέρας βουλήσεως λοιπόν σήμερα και η Απόφαση του Εφετείου αναφέρει πως <….Εφόσον το έγκυρο μιας σύμβασης στηρίζεται στη συγκατάθεση των συμβαλλομένων είναι σαφές ότι μια σύμβαση που είναι το αποτέλεσμα βίας ή εξάσκησης ψυχικής πίεσης είναι δυνατό να κηρυχθεί από το Δικαστήριο ως άκυρη εφόσον ελλείπει το συστατικό στοιχείο της συγκατάθεσης>.

Το θέμα των προϋποθέσεων σύναψης καθόλα έγκυρης και ηθελημένης σύμβασης προνοείται ρητά, στη βάση του ημεδαπού Δικαίου, στο Κεφάλαιο 149, άρθρο 10 του εν λόγω Κεφαλαίου, ήτοι του περί Συμβάσεων Νόμου. Το άρθρο 10(1) του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149 προϋποθέτει πώς για να είναι έγκυρη μια σύμβαση πρέπει να καταρτίζεται με την ελεύθερη συναίνεση μερών ικανών προς το συμβάλλεσθαι. Η συναίνεση, σύμφωνα με το άρθρο 14, θεωρείται ότι δόθηκε ελευθέρως, όταν δεν προκαλείται με: εξαναγκασμό, όπως ορίζεται στο άρθρο 15, ψυχική πίεση, όπως ορίζεται στο άρθρο 16, απάτη, όπως ορίζεται στο άρθρο 17, ψευδή παράσταση όπως ορίζεται στο άρθρο 18, πλάνη, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 20, 21 και 22. Αν η συναίνεση σε συμφωνία παρασχέθηκε συνεπεία εξαναγκασμού, απάτης ή ψευδούς παράστασης ή ψυχικής πίεσης υπόκειται σε ακύρωση κατ’ εκλογή του μέρους, του οποίου η συναίνεση παρασχέθηκε με τον τρόπο αυτό.

Στο σημείο αυτό, το Εφετείο επαναλαμβάνει την βασική αρχή πως < Αποτελεί βασικό αξίωμα του δικαίου της επιείκειας ότι ο αδικοπραγήσας δεν επιτρέπεται να αποκομίσει οφέλη από την άδικη πράξη του. Ο δόλος κατά το δίκαιο της επιείκειας έχει ευρύτερη έννοια από αυτή του άρθρου 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου 146, και καλύπτει ποικίλες ενέργειες και συμπεριφορές>.

Προχωρώντας τώρα στο άρθρο 2(1) του Κεφ.149 προκύπτει ότι ο Νόμος ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές περί νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σ’ αυτές θεωρούνται κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σ’ αυτές το Αγγλικό Δίκαιο. Το ζήτημα σε κάθε περίπτωση είναι καθαρά πραγματικό και έτσι πρέπει να αντικρίζεται από το Δικαστήριο. Στη βάση αυτή, ο σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι να μπορέσει το Δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα.

Με δεδομένα πλέον τα πραγματικά στοιχεία, να εξετάσει, κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος της απόδειξης, το έχει αποσείσει στον βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης. Συνήθως, θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν διιστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσά τους. Το νομικό ή γενικό βάρος δεν πρέπει όμως να συγχέεται με το αποδεικτικό βάρος απόδειξης. Το πρώτο είναι πάντοτε στους ώμους του ενάγοντα και δεν μεταφέρεται.

Το ειδικό βάρος απόδειξης υποδηλώνει το βάρος που έχει ένας διάδικος να παρουσιάσει ικανοποιητική μαρτυρία για την υποστήριξη ενός επίδικου θέματος ή ενός θέματος που είναι σχετικό, έτσι ώστε το δικαστήριο να καλέσει την άλλη πλευρά να απαντήσει.

Τέλος, και πάλι επαναλαμβάνεται, μέσα από την Απόφαση αυτή, η καθιερωμένη νομολογιακή αρχή επί το ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, ακριβώς λόγω της πλεονεκτικής θέσης στην οποία βρίσκεται το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει δοθεί ενώπιον του>.

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος