Εργατικό Δίκαιο

Εργατικό Δίκαιο – όροι εξηρτημένης εργασίας και εργοδότου/Εργοδοτούμενου/Πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος

Tο άρθρο 2 του οικείου Νόμου προσδιορίζει την έννοια του Εργοδοτούμενου ως εξής:

«”εργοδοτούμενος” σημαίνει πρόσωπον εργαζόμενον δι’ έτερον πρόσωπον είτε δυνάμει συμβάσεως εργασίας ή μαθητείας είτε υπό τοιαύτας περιστάσεις εκ των οποίων δύναται να συναχθή η ύπαρξις σχέσεως εργοδότου και εργοδοτουμένου, ο δε όρος “εργοδότης” θα ερμηνεύηται αναλόγως και θα περιλαμβάνη την Κυβέρνησιν της Δημοκρατίας•»

Σημειώνουμε ότι αντικείμενο του εργατικού δικαίου και ειδικότερα του Νόμου είναι η εξαρτημένη εργασία την οποία κατά κανόνα προστατεύει. Η νομοθεσία δεν δίνει πουθενά την έννοια της εξάρτησης, ο καθορισμός της παραμένει έργο της νομολογίας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η ύπαρξη σχέσης εργασίας (εργοδότη – Εργοδοτούμενου) η οποία δημιουργείται από την παροχή έναντι ανταλλάγματος εξαρτημένης εργασίας, είναι πάντοτε ζήτημα πραγματικό και εξετάζεται υπό το πρίσμα του συνόλου των γεγονότων κάθε υπόθεσης. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός της σχέσης εργασίας (εργοδότη – Εργοδοτούμενου) και η ύπαρξη της εξαρτάται από διάφορα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε εύρημα κατά πόσο μια σύμβαση είναι σύμβαση σχέσης εργοδότη – Εργοδοτούμενου. Το κριτήριο για να θεωρηθεί ένα πρόσωπο εργοδοτούμενος κάποιου άλλου δεν είναι μόνο η πληρωμή μισθού για υπηρεσίες που αυτός πρόσφερε αλλά θα πρέπει επίσης να καθοριστεί, κατά πόσο συντρέχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι θεμελιώνονται στα γεγονότα π.χ. η άσκηση έλεγχου από τον εργοδότη επί της εργασίας του Εργοδοτούμενου (δηλαδή αν ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να διευθύνει και να εποπτεύει την εργασία του Εργοδοτούμενου και αντίστοιχα ο εργοδοτούμενος έχει την υποχρέωση να υπακούει και να συμμορφώνεται στις οδηγίες του εργοδότη αναφορικά με το είδος, τον τρόπο, το ποσό και τον τόπο παροχής της εργασίας), το οικονομικό αποτέλεσμα της εργασίας (ο κίνδυνος) να αφορά τον εργοδότη και όχι τον εργοδοτούμενο.

Με τον Νόμο Ν.52(1)/94 προστέθηκε στον Νόμο η πιο κάτω επιφύλαξη στον όρο του εργοδοτούμενο: «Νοείται ότι ο όρος “εργοδοτούμενος” περιλαμβάνει και κάθε πρόσωπο το οποίο είναι μέτοχος σε ιδιωτική εταιρεία, όπως ο όρος αυτός καθορίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο, και εργάζεται στην εταιρεία αυτή, όχι όμως με βάση σύμβαση εργασίας ή κάτω από περιστάσεις από τις οποίες μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου.»

Περαιτέρω με τον Νόμο Ν.52(1)/94 εισήχθηκε στον Νόμο η πιο κάτω πρόνοια ως παράγραφος 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου : «1Α. Προκειμένου περί εργοδοτουμένου που αναφέρεται στην επιφύλαξη του όρου «εργοδοτούμενος», η πληρωμή την οποίαν δικαιούται είναι ίση με ποσοστό 1% του εβδομαδιαίου ημερομισθίου του πολλαπλασιαζομένου επί 52 και επί τα έτη υπηρεσίας.»

Σκοπός του Νομοθέτη με την εισαγωγή της επιφύλαξης στον όρο του Εργοδοτούμενου ήταν να διαχωρίσει τους μετόχους μιας εταιρείας που είναι εγγεγραμμένοι και ως εργοδοτούμενοι/μισθωτοί στην εταιρεία (α) σε αυτούς που εργάζονται με σύμβαση εργασίας και/ή που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κάτω από περιστάσεις υπό τις οποίες μπορεί να συναχθεί ύπαρξη σχέσης εργασίας (εργοδότη και Εργοδοτούμενου) και (β) σε αυτούς που δεν εργάζονται με σύμβαση εργασίας αλλά γράφτηκαν ως εργοδοτούμενοι για να τυγχάνουν των ωφελημάτων που προσφέρονται από τη νομοθεσία των κοινωνικών ασφαλίσεων και στην περίπτωση που οι τελευταίοι απολυθούν για λόγους πλεονασμού το ποσό που έχει συνεισφέρει η εταιρεία που δηλώθηκε στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως εργοδότης τους στο Ταμείο Πλεονασμού να τους επιστρέφεται υπό τύπον πληρωμής λόγω πλεονασμού με βάση την παράγραφο 1Α του Τέταρτου Πίνακα του Νόμου.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζον, και κατά συνέπεια δικαιούται πληρωμή από το ομώνυμο Ταμείο όταν η απασχόληση του τερματίστηκε:

«(α) Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη την επιχείρησιν εν τη οποία ο εργοδοτούμενος απησχολείτο, ή (β) Διότι ο εργοδότης έπαυσεν ή προτίθεται να παύση να διεξάγη επιχείρησιν εις τον τόπον όπου ο εργοδοτούμενος απησχολείτο:
…………………………….. (γ) Ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίας της επιχειρήσεως:

(i)Εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως ή οιαδήποτε άλλης αλλαγής εις τας μεθόδους παραγωγής ή οργανώσεως η οποία ελαττώνει τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων.
(ii)Αλλαγών εις τα προϊόντα ή εις τας μεθόδους παραγωγής ή εις τας αναγκαιούσας ειδικότητας των εργοδοτουμένων.
(iii)Καταργήσεις τμημάτων.
(iv)Δυσκολιών εις την τοποθέτησιν προϊόντων εις την αγοράν ή πιστωτικών δυσκολιών.
(v)Ελλείψεως παραγγελιών ή πρώτων υλών
(vi)Σπάνεως μέσων παραγωγής, και
(vii)Περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως»

Το άρθρο 20 του Νόμου προβλέπει τέσσερις περιπτώσεις στις οποίες ο εργοδοτούμενος αν και απολύεται για λόγους πλεονασμού δεν δικαιούται πληρωμή από το Ταμείο. Πιο συγκεκριμένα το άρθρο 20 προνοεί τα πιο κάτω: «Εργοδοτούμενος δεν δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού-

(α)εάν προ του τερματισμού της απασχολήσεως ο εργοδότης προσφέρη άλλην κατάλληλον απασχόλησιν αντ’ αυτής ο δε εργοδοτούμενος παραλόγως αρνήται την προσφοράν ταύτην.

(β) αποκλειστικώς λόγω τερματισμού της συμβάσεως απασχολήσεως συνεπεία αλλαγής εργοδότου, όταν ο νέος εργοδότης ανανεώνη την υφισταμένην σύμβασιν απασχολήσεως:
Νοείται ότι το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών δύναται να χορηγήση πληρωμήν λόγω πλεονασμού δυνάμει του άρθρου 16 του παρόντος Νόμου, όταν ο εργοδοτούμενος δυνηθή να απόδειξη εύλογον αιτίαν, την οποίαν το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών ήθελε θεωρήσει ικανοποιητικήν, διά την μη αποδοχήν της προσφοράς ανανεώσεως της συμβάσεως απασχολήσεως υπό του νέου εργοδότου.

(γ) αν ο εργοδότης του είναι εταιρεία εγγεγραμμένη με βάση τον περί Εταιρειών Νόμο και τον μεταθέτει σε κατάλληλη απασχόληση σε άλλη εταιρεία η οποία είναι συνδεδεμένη με την εταιρεία στην οποία απασχολείται:

Νοείται ότι για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, δύο εταιρείες θεωρούνται “συνδεδεμένες εταιρείες” αν η μια είναι θυγατρική της άλλης ή αν και οι δύο εταιρείες είναι θυγατρικές τρίτης εταιρείας• ο όρος “θυγατρική εταιρεία” έχει την έννοια που αποδίδεται σ’ αυτόν από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου.

(δ) αν πριν από τον τερματισμό της απασχολήσεως άλλος εργοδότης ο οποίος είναι εταιρεία στην οποία ο προηγούμενος εργοδότης είναι κύριος μέτοχος ή ασκεί ουσιαστικό έλεγχο προσφέρει στον εργοδοτούμενο κατάλληλη απασχόληση.»

Σημειώνουμε ότι το Μέρος Ι του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, καθορίζει τον τρόπο υπολογισμού της περιόδου της απασχόλησης ενός εργοδοτούμενου και ορίζει ότι οι σχετικές πρόνοιες για τον υπολογισμό της περιόδου απασχόλησης εφαρμόζονται μόνο αναφορικά με την εργοδότηση σε ένα εργοδότη με εξαίρεση τις περιπτώσεις που καλύπτονται από την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του Μέρους Ι του Δεύτερου Πίνακα.

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος