Υπ. Δικαιοσύνης: Aναγκαία η επίσπευση για τη μεταρρύθμιση του δικαστικού μας συστήματος

Την αναγκαιότητα για επίσπευση της προσπάθειας που γίνεται για μεταρρύθμιση του δικαστικού μας συστήματος και τη συνεργασία όλων των εξουσιών για να επέλθουν σύντομα οι αλλαγές, υπογράμμισε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως κ. Ιωνάς Νικολάου, μιλώντας, σήμερα, ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών και Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως.

Σε δηλώσεις του μετά το πέρας της συνεδρίας της Επιτροπής, ανέφερε:

«Κατά τη σημερινή συνεδρία φάνηκε ξεκάθαρα το πόσο αναγκαία είναι η επίσπευση της προσπάθειας για μεταρρύθμιση του δικαστικού μας συστήματος. Το γεγονός ότι έχουμε ετοιμάσει μια σειρά από νομοσχέδια, το γεγονός ότι προωθείται η υλοποίηση διαφόρων μέτρων με τα οποία αλλάζει ουσιαστικά το δικαστικό σύστημα στον τόπο μας, είναι εκείνα τα οποία μέσα από τη σωστή εφαρμογή και πρακτική θα δώσουν την ευκαιρία να επανακτηθεί το χαμένο έδαφος της εμπιστοσύνης της κοινής γνώμης προς το δικαστικό μας σύστημα.

Το γεγονός ότι έχουν υποβληθεί εισηγήσεις από εμπειρογνώμονες και έχουν αξιολογηθεί από διάφορους φορείς, και έχουν προωθηθεί στη βάση ενός προγράμματος, καθιστά την απαίτηση για την μεταρρύθμιση δυνατή και επιτρεπτή εάν υπάρξει συνεργασία μεταξύ όλων των φορέων. Όλα αυτά, καθορίζουν τον στόχο και τον ρόλο που θα πρέπει η κάθε πολιτειακή εξουσία να διαδραματίσει στη συνέχεια για να μπορέσουμε να προσφέρουμε στον λαό μας ένα δικαστικό σύστημα που να διασφαλίζει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου στον τόπο μας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει ο καθένας μας να παραμερίσει τους οποιουσδήποτε εγωισμούς και να εργαστούμε όλοι μαζί – δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, αλλά και ανεξάρτητοι αξιωματούχοι – ώστε μέχρι το καλοκαίρι να υπάρχουν ψηφισμένα νομοσχέδια που να επιτρέψουν την υλοποίηση των αλλαγών.

Πρέπει κάποια πράγματα που έχουν εδραιωθεί για τόσα πολλά χρόνια, να αλλάξουν. Νοοτροπίες και αντιλήψεις που έχουν καλλιεργηθεί λόγω του ότι κάποτε ενώ είχαμε δύο Δικαστήρια, συνενώθηκαν σε ένα και όλες οι αρμοδιότητες συγκεντρώθηκαν σε ένα Δικαστήριο, αντιλήψεις που υποστήριζαν ότι ο διαχωρισμός των εξουσιών δεν επέτρεπαν τη συνεργασία μεταξύ αυτών, πρέπει να εγκαταλειφθούν για να μπορέσουμε να έχουμε ένα δικαστικό σύστημα που αξίζει στον τόπο μας.

Γι’ αυτό, ως Κυβέρνηση έχουμε ετοιμάσει σειρά νομοσχεδίων και κάποια να είναι εξαιρετικής σημασίας και κάποια μικρότερης σημασίας. Αλλά όλα μαζί, συγκροτούν ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν αντί η δικαιοσύνη να απονέμεται στον α’ βαθμό, στα Επαρχιακά Δικαστήρια, σε χρόνο πέραν των 10 ετών και στο β’ βαθμό, στα Εφετεία, σε χρόνο πέραν των πέντε ετών και άρα, για να έχει κάποιος τελεσιδικία στον τόπο μας να χρειάζεται πέραν των 15 ετών που είναι απαράδεκτο, να απονέμεται σε επιτρεπτά χρονικά πλαίσια. Δηλαδή, θα επιτρέψουν να απονέμεται σε δύο – τρία χρόνια στο Επαρχιακό Δικαστήριο και σε ένα χρόνο να μπορεί να εκδικάζεται οριστικά η έφεση. Γιατί αυτοί είναι οι επιτρεπτοί χρόνοι που εφαρμόζουν τα σύγχρονα κράτη. Εάν θέλουμε να είμαστε σύγχρονο κράτος, θα πρέπει να προσεγγίσουμε αυτούς τους χρόνους απόδοσης των δικαστηρίων μας.

Όλα αυτά μπορούν να γίνουν με αλλαγές. Κάποιες από αυτές μας τις έχει επισημάνει η GRECO αλλά δεν χρειαζόμαστε την GRECO για να μας πει τι πρέπει να κάνουμε. Θα πρέπει από μόνοι μας να αποφασίζουμε και να προχωρούμε, να επιφέρουμε όλες τις αλλαγές που είναι αναγκαίες, είτε σε σχέση με τον τρόπο διορισμού, επιλογής, αξιολόγησης των δικαστών, τον τρόπο λειτουργίας των δύο δικαστηρίων που προβλέπει το Σύνταγμα, είτε σε σχέση με τη διεύρυνση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με τη συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα και δικηγόρων, είτε όσον αφορά τη δημιουργία σχολής δικαστών για την επαρκή επιμόρφωση και συνεχή εκπαίδευση των δικαστών μας, καθώς επίσης και τη σωστή προετοιμασία των νεοδιόριστων δικαστών, είτε σε σχέση με αλλαγές που πρέπει να γίνουν αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας της Δικαστικής Υπηρεσίας ως ανεξάρτητη, έξω από το δικαστικό σύστημα. Οι δικαστές θα πρέπει να ασχολούνται με την εκδίκαση των υποθέσεων και η υποστήριξη στο έργο τους να γίνεται από μια υπηρεσία που να μην υπάγεται διοικητικά σε αυτούς. Επίσης, θα πρέπει να δούμε και τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε την τεχνολογία για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης. Αυτές οι αλλαγές που ανέφερα εντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος της μεταρρύθμισης».

Ο κ. Νικολάου έκανε ειδική αναφορά στο θέμα του τρόπου επιλογής των δικαστών για το οποίο έγινε μεγάλη συζήτηση στην Επιτροπή, αναφέροντας ότι «με το νομοσχέδιο που έχουμε ετοιμάσει και το οποίο θα υποβληθεί στη Βουλή τον Απρίλιο, εάν συμπληρωθεί ο νομοτεχνικός έλεγχος μέχρι τότε, θα μπορούμε να έχουμε ένα Δικαστικό Συμβούλιο που θα μπορεί να διορίζει και να προάγει τους δικαστές, όπου θα μετέχουν πέραν των δικαστών και ο Γενικός Εισαγγελέας και δικηγόροι (δηλ. ο Πρόεδρος του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και τουλάχιστον ένας δικηγόρος με πείρα πέραν των 25 ετών), προσεγγίζοντας το Δικαστικό Συμβούλιο που διορίστηκε το 1964 όταν έγινε η μεταρρύθμιση του δικαστικού μας συστήματος στα πλαίσια του Δικαίου της Ανάγκης». Θέλουμε να επαναφέρουμε αυτή τη διάταξη για να μπορέσουμε να υπερβούμε τα συνταγματικά θέματα που πιθανό να εγερθούν λόγω του Άρθρου 157 του Συντάγματος, επεσήμανε.

Ο κ. Υπουργός τόνισε ότι θα πρέπει να υπάρξει συνεργασία όλων για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που υπάρχουν. «Τα θέματα της διαφάνειας και της προστασίας του δικαστικού μας συστήματος που έχουν τεθεί και από πλευράς της GRECO, πλήττουν την εμπιστοσύνη προς το δικαστικό μας σύστημα και οφείλουμε να την διαφυλάξουμε», επεσήμανε, σημειώνοντας ότι σήμερα απηύθυνε έκκληση προς όλους ώστε να υπάρξει συνεργασία και συντονισμός. Τα χρονικά πλαίσια είναι ασφυκτικά και εκείνο που έχει σημασία είναι το αποτέλεσμα που πρέπει ν’ αρχίσει να προδιαγράφεται τουλάχιστον με τη ψήφιση των νομοσχεδίων το καλοκαίρι, συμπλήρωσε.

Ερωτηθείς κατά πόσο πρέπει να τροποποιηθεί το Σύνταγμα, είπε: «Εκεί όπου υπάρχει ανάγκη να τροποποιηθεί το Σύνταγμα και επιτρέπεται η τροποποίησή του, θα γίνει. Όπου έχουν ρυθμιστεί θέματα, με βάση τον περί απονομής της δικαιοσύνης Νόμο, και οι ρυθμίσεις αυτές καλύπτονται από την αρχή του Δικαίου της Ανάγκης, θα προχωρήσουμε μόνο με τροποποίηση του νόμου. Εκεί που υπάρχει θεμελιώδης διάταξη του Συντάγματος και δεν τροποποιείται, η αλλαγή η οποία θα γίνει θα πρέπει να καλύπτεται με βάση το Δίκαιο της Ανάγκης. Ο Δικηγορικός Σύλλογος έκανε αναφορά στα θέματα της σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου. Δεν μπορεί να γίνει τροποποίηση του Συντάγματος όσον αφορά τη σύνθεσή του γιατί το Άρθρο 157 είναι θεμελιώδες άρθρο και δεν τροποποιείται, όμως εμείς επαναλάβαμε τη σύνθεση του όπως αυτή είχε ρυθμιστεί το 1964, στη βάση του Δικαίου της Ανάγκης και να θεωρηθεί συνταγματικά επιτρεπτή γιατί καλύπτεται από αυτό. Έχουμε γνωστοποιήσει την άποψή μας στον Δικηγορικό Σύλλογο και έχουμε υποβάλει το θέμα ως ερώτημα και στον Γενικό Εισαγγελέα. Είναι μια από τις ρυθμίσεις που έχουν τεθεί στο νομοσχέδιο και είναι υπό διαβούλευση με όλους τους εμπλεκομένους».

Κληθείς να σχολιάσει την άποψη ότι δεν είναι επιθυμητή η συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα σε όλες αυτές τις διαδικασίες, ο κ. Υπουργός απάντησε ότι έχει επαναλάβει και κατά τη συνεδρία ότι «θέλουμε τον Γενικό Εισαγγελέα, όχι ως συνεργάτη, αλλά ως συνοδοιπόρο σε όλη αυτή την προσπάθεια, όχι μόνο επειδή είναι ο νομικός σύμβουλος της Κυβέρνησης, αλλά γιατί από τη στιγμή που αρχίζουμε να συντάσσουμε νομοσχέδια που τροποποιούν το Σύνταγμα, πρέπει ο ίδιος να είναι κοινωνός και μαζί να διαμορφώνουμε αυτές τις αλλαγές».

Αυτή ήταν και είναι η τοποθέτηση μου και έγινε αντιληπτή από όλους, είπε, σημειώνοντας ότι διευκρινίστηκε στην Επιτροπή ότι όταν ετοιμάστηκαν νομοσχέδια που αλλάζουν θεσμικά θέματα, διαβιβάστηκαν κατευθείαν στον Γενικό Εισαγγελέα. «Ήταν ενήμερος ο Γενικός Εισαγγελέας για τις απόψεις της εκτελεστικής εξουσίας, ενώ έγινε αναφορά και σε όλες τις ενημερώσεις που του έγιναν και για την έκθεση των εμπειρογνωμόνων, για τις απόψεις μας ότι οι αλλαγές θα πρέπει να προσεγγίσουν το Σύνταγμα του 1960 με τον διαχωρισμό του Ανωτάτου σε δύο δικαστήρια και γενικά για όλες τις βασικές αλλαγές. Ο ίδιος απλώς πίστευε ότι ετοιμάσαμε προσχέδια νομοσχεδίων και γινόταν συζήτηση επ’ αυτών χωρίς να ήταν ενήμερος ο ίδιος. Αυτό δεν ισχύει. Κατά την ετοιμασία ο μόνος που ήταν ενήμερος ήταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μετά ο Γενικός Εισαγγελέας και μετά όλοι οι υπόλοιποι», κατέληξε.