Τα ψυχολογικά του “καθενός”, αποτελούν μετριαστικό παράγοντα, κατά την επιβολή ποινής

Και όμως, δεν πρόκειται για υπερβολή αλλά για παγιωμένη Νομολογιακή Αρχή..

Στο στάδιο λοιπόν, κατά το οποίο, ο Συνήγορος Υπερασπίσεως, εκθέτει τους ελαφρυντικούς/μετριαστικούς παράγοντες, για τον πελάτη του/κατηγορούμενο, οι οποίοι παράγοντες, θα επιδράσουν στην κρίση του Δικαστού, για να επιβάλει ποινή, <κομμένη και ραμμένη> στα μέτρα του συγκεκριμένου εγκληματία/αδικοπραγήσαντος/κατηγορούμενου, η κακή κατάσταση υγείας και/ή τα προβλήματα υγείας αυτού, επιδρούν και στο ύψος αλλά ενδεχόμενα και στο είδος της ποινής.

Σε υπόθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Χώρας , έχει λεχθεί ότι, τα ψυχολογικά προβλήματα, που αποδεδειγμένα αντιμετωπίζει ένας αδικοπραγών, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά τρόπο «ώστε να αντανακλώνται … στο καθορισθέν ποινικό μέτρο κατά δικαιότερο τρόπο ».

Παράλειψη εκδικάζοντος δικαστηρίου να λάβει υπόψη του και να εκτιμήσει ορθά, κατά την επιμέτρηση της ποινής, παράγοντα ο οποίος είναι σημαντικός στον καθορισμό της, σαφώς αποτελεί σφάλμα, το οποίο, εκ των πραγμάτων, παραπέμπει σε λανθασμένη ή/και ελλιπή εκτίμηση των γεγονότων που είναι σχετικά και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς τον πιο πάνω σκοπό. Σε τέτοια περίπτωση, δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου .

Ένας από αυτούς (τους λόγους) είναι και ο συγκεκριμένος παράγοντας, ο οποίος δεν είχε, δεόντως, ληφθεί υπόψη από Κακουργιοδικείο και το Εφετείο επεμβαίνωντας, εμείωσε την ποινή φυλάκισης, αποδίδοντας στον συγκεκριμένο παράγοντα, την εκ της Νομολογίας, δέουσα βαρύτητα σε συνάρτηση με όλα τα χαρακτηριστικά της εκεί υπόθεσεως.

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος