Στρατιωτική θητεία και αρχή ισότητας ανδρών και γυναικών

Μία γενική δομή προσέγγισης

Του Δημοσθένη Στεφανίδη, Δικηγόρου

Καταρχάς και γενικά, το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες αλλά και η ύπαρξη αρνητικών επιπτώσεων για την πρόσβαση στην εργασία από την καθιέρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα τον εξαναγκασμό του οικείου κράτους μέλους να καταργήσει την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Σχετικά (με τις εμφάσεις και υπογραμμίσεις δικές μου στις ακόλουθες αποφάσεις) στην υπόθεση C-186/01, Alexander Dory κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Συλλογή 2003, σελ. Ι-2479) ημ. 11.3.2003 το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ) αποφάνθηκε ότι το κοινοτικό δίκαιο δεν απαγορεύει την επιβολή της υποχρεώσεως εκπληρώσεως στρατιωτικής θητείας μόνο στους άνδρες κρίνοντας, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το γεγονός ότι η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία προβλέπεται μόνο για τους άνδρες συνεπάγεται συνήθως ότι καθυστερεί η επαγγελματική σταδιοδρομία των ενδιαφερόμενων, έστω και αν ορισμένοι στρατεύσιμοι αποκτούν κατά τη διάρκεια της θητείας τους συμπληρωματικές επαγγελματικές γνώσεις ή σταδιοδρομούν στη συνέχεια επαγγελματικά ως στρατιωτικοί» (σκέψη 40), με την απόφαση αυτή να μνημονεύεται στις αποφάσεις 612/2009 και 2061/2006 του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας.

Παρά ταύτα, αναφορά «αντισταθμιστικών μέτρων» της υποχρεωτικής θητείας των ανδρών, έναντι των γυναικών, μπορεί να βρεθεί στην απόφαση 2298/2008 του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας, στη σκέψη 5 της οποίας λέχθηκε ότι «Εξάλλου, η προβλεπόμενη αύξηση του ορίου ηλικίας κατά δυο έτη για τους υποψηφίους που έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, παρίσταται δικαιολογημένη διότι με τον τρόπο αυτό αντισταθμίζεται ο χρόνος που οι εν λόγω υποψήφιοι έχουν διαθέσει, κατά το νόμο, στην εκπλήρωση της στρατιωτική τους θητείας…».

Ομοίως, στην απόφαση του ΔΕΚ ημ. 7.12.2000 στην υπόθεση Julia Schnorbus κατά Land Hessen (Συλλογή 2000, σελ. Ι-10997) καταγράφηκαν τα ακόλουθα:

«43 Όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, ένα μέτρο που χορηγεί προτεραιότητα στα πρόσωπα που έχουν υπηρετήσει υποχρεωτική ένοπλη ή εναλλακτική θητεία συνιστά έμμεση διάκριση προς όφελος των ανδρών, που είναι οι μόνοι που βαρύνονται εκ του νόμου με τέτοια υποχρέωση. 44 Ωστόσο, προκύπτει ότι η επίμαχη διάταξη, που στηρίζεται στον συνυπολογισμό της καθυστερήσεως στην εξέλιξη των σπουδών των υποψηφίων που εκπλήρωσαν την υποχρέωσή τους να υπηρετήσουν ένοπλη ή εναλλακτική θητεία, παρουσιάζει αντικειμενικό χαρακτήρα και υπαγορεύεται αποκλειστικά και μόνον από τη μέριμνα συμβολής στην αντιστάθμιση των αποτελεσμάτων της καθυστερήσεως αυτής.

45 Υπ` αυτές τις συνθήκες, η επίμαχη διάταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντιβαίνουσα προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών εργαζομένων. 46 Επιπλέον, όπως τονίζει η Επιτροπή, το πλεονέκτημα που χορηγείται στους ενδιαφερομένους, των οποίων η προτεραιότητα δεν μπορεί να αποβεί σε βάρος των λοιπών υποψηφίων παρά μόνον το πολύ επί δώδεκα μήνες, δεν είναι δυσανάλογο, καθόσον η καθυστέρηση στην οποία υποβλήθηκαν εξαιτίας των εν λόγω δραστηριοτήτων είναι τουλάχιστον ίση προς το χρονικό αυτό διάστημα. 47 Επομένως, στα προαναφερθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία δεν απαγορεύει εθνικές διατάξεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, στο μέτρο που δικαιολογούνται από αντικειμενικούς λόγους και υπαγορεύονται αποκλειστικά και μόνον από τη μέριμνα συμβολής στην αντιστάθμιση της καθυστερήσεως που συνεπάγεται η εκπλήρωση της υποχρεωτικής ένοπλης ή εναλλακτικής θητείας».

Ακολούθως, αναφορικά με την έννοια της «έμμεσης διάκρισης» παραπομπή θα μπορούσε να γίνει, ενδεικτικά, στις Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της 6.7.2000 στην υπόθεση Julia Schnorbus κατά Land Hessen (Συλλογή 2000, σελ. Ι-10997) στις οποίες αναφέρθηκε ότι «έμμεση διάκριση υφίσταται όταν μια διάταξη, ένα κριτήριο, ή μια πρακτική εκ πρώτης όψεως ουδέτερη/ο θίγει ένα σημαντικά υψηλότερο ποσοστό ατόμων ενός φύλου, εκτός εάν αυτή η διάταξη, το κριτήριο ή η πρακτική είναι κατάλληλη/ο και αναγκαία/ο και μπορεί να δικαιολογηθεί από αντικειμενικούς παράγοντες άσχετους προς το φύλο» και ότι «Συναφώς, η νομολογία του Δικαστηρίου επισημαίνει ότι πρέπει να υφίσταται «σημαντική» διαφορά στο ποσοστό για να στοιχειοθετηθεί έμμεση δυσμενής διάκριση. Όσον αφορά το κριτήριο περί εκπληρώσεως των στρατιωτικών υποχρεώσεων, η διαφορά είναι σαφώς «σημαντική»• αναγκαστικά, το 100 % όσων πληρούν το κριτήριο αυτό είναι άνδρες και το 0 % γυναίκες. 45. Από την άποψη αυτή, δεν έχω καμία δυσκολία να συναγάγω το συμπέρασμα ότι ο επίμαχος κανόνας εισάγει, εκ πρώτης όψεως, έμμεση δυσμενή διάκριση στηριζόμενη στο φύλο».

Καταληκτικά, σκόπιμο θα ήταν να σημειωθεί η παρεπόμενη αντανάκλαση και στο εφάπαξ, καθότι «το γεγονός ότι ορισμένες παροχές καταβάλλονται μετά τη λήξη της σχέσεως εργασίας δεν αποκλείει ότι μπορούν έχουν χαρακτήρα “αμοιβής” κατά την έννοια του άρθρου 141 Ε.Κ» (Ενδεικτικά, Tadao Maruko κατά Versorgungsanstalt der deutschen Bühnen C-267/06, ημ. 1.4.2008, σκέψη 44, με αναφορά σε νομολογία).