Σκυλακάκης: Ανεπαρκείς οι εξηγήσεις Ασμουσεν για την Λαική Τράπεζα

Το μέλος της ΕΚΤ Γκεόργκ ‘Ασμουσεν δεν απάντησε στα ερωτήματα σχετικά με την νομιμότητα των 9,5 δισ. ευρώ που χορηγήθηκαν ως «βοήθεια έκτακτης ρευστότητας» (ELA) στη Λαϊκή Τράπεζα, τα οποία του υπέβαλε ο ευρωβουλευτής Ευρωβουλευτής Θεόδωρος Σκυλακάκης, όπως ο ίδιος δήλωσε.

Στη διάρκεια της σημερινής συνεδρίασης της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο κ. Σκυλακάκης ρώτησε τον εκπρόσωπο της ΕΚΤ, πότε ελήφθη η απόφαση από το ΔΣ της ΕΚΤ να αυξηθεί η οροφή της δυνατότητας παροχής έκτακτης ρευστότητας της Λαϊκής στα 9,6 δις και στη βάση ποιών κριτηρίων θεωρήθηκε τότε η Λαϊκή αξιόχρεος τραπεζικός οργανισμός.

Ρώτησε επίσης ποια ήταν η επαρκής εξασφάλιση (adequate collateral), δεδομένου ότι το χρέος του κυπριακού κράτους, ακόμα και με το τρέχον πρόγραμμα προσαρμογής δεν επιτρέπει τη χρηματοδότηση αυτού του ποσού.

Στην απάντησή του που παραθέτει αυτούσια ο κ. Σκυλακάκης, ο κ. Ασμουσεν ανέφερε τα εξής: «Η πρόβλεψη για την παροχή έκτακτης ρευστότητας, αποσκοπεί στην διευκόλυνση αξιόχρεων τραπεζικών οργανισμών, που αντιμετωπίζουν προσωρινά προβλήματα ρευστότητας. Και κάναμε τρία διαδοχικά βήματα στην σχετική διαδικασία για την Λαϊκή Τράπεζα. Το πρώτο έγινε το 2010 και 2011.

Η Τράπεζα απώλεσε την πρόσβαση σε πηγές ιδιωτικής χρηματοδότησης, ιδιαίτερα εξαιτίας της κρίσης της ευρωζώνης και ιδιαίτερα μετά τις απώλειες στα ελληνικά κρατικά ομόλογα. Τον Σεπτέμβριο του 2011, η Λαϊκή αντιμετώπισε πιο έντονο πρόβλημα και άρχισε να λαμβάνει έκτακτη ρευστότητα από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.

Το δεύτερο βήμα έγινε στο τέλος του 2011, ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης του πλήρους ποσού των απωλειών, μετά το ελληνικό PSI (κούρεμα ομολόγων) και τη σημαντική αύξηση του ποσού των επισφαλών απαιτήσεων.

Ο συντελεστής αξιοπιστίας της Λαϊκής έπεσε κάτω από το ελάχιστο απαιτούμενο δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας που θέτει η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου. Στις 29 Ιουνίου 2012, η Κύπρος εξέδωσε ομόλογο για να αντλήσει 1,8 δις για την Λαϊκή Τράπεζα, προκειμένου να ικανοποιήσει τις εκ του νόμου προβλεπόμενες κεφαλαιακές απαιτήσεις.

Στις 2 Ιουλίου 2012, δεδομένης της αδυναμίας άντλησης των προϋπολογισμένων κεφαλαίων από την τελευταία έκδοση ομολόγου, το ΔΣ της ΕΚΤ αποφάσισε να αναστείλει την πρόσβαση της Λαϊκής στα εργαλεία νομισματικής πολιτικής, για προληπτικούς λόγους. Από εκείνη τη μέρα, η χρηματοδότηση της Λαϊκής έγινε από τον ELA, μέσω της Κεντρική Τράπεζας της Κύπρου και αυξήθηκε περαιτέρω ως αποτέλεσμα της εκροής καταθέσεων.

Στο τρίτο βήμα, το ΔΣ της ΕΚΤ θεώρησε ότι οι κυπριακές τράπεζες που λαμβάνουν έκτακτη ρευστότητα δεν μπορούν να θεωρηθούν φερέγγυες, δίχως ένα πρόγραμμα από την ΕΕ και το ΔΝΤ διότι, εν τη απουσία του, δεν υπήρχε προοπτική αξιόπιστης επανακεφαλαιοποίησης. Και αυτό οδηγεί σε αυτό που είπα στην εισαγωγική μου δήλωση, ότι δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες που αποφάσισε και ανακοίνωσε το ΔΣ στις 21 Μαρτίου αυτού του έτους ότι η συνέχιση της παροχής ρευστότητας από τον ELA θα υλοποιούνταν μόνο υπό την προϋπόθεση εφαρμογής ενός προγράμματος που θα εξασφάλιζε τη φερεγγυότητα των κυπριακών τραπεζών.

Αυτό λοιπόν που συνέβη είναι η εφαρμογή των κανόνων που ισχύουν για τον ELA, η δε λογική που ακολουθήσαμε κατά την εφαρμογή τους δεν διαφέρει από αυτή που ισχύει για άλλες χώρες. Η ίδια λογική εφαρμόσθηκε και στην ελληνική περίπτωση.

Μπορείς να λάβεις έκτακτη ρευστότητα από την Κεντρική σου Τράπεζα μόνο όταν είσαι φερέγγυος ή όταν υπάρχει μια καθαρή προοπτική ότι η τράπεζα μπορεί να ξαναγίνει φερέγγυα, όσο επανακεφαλαιοποιείσαι, βάσει ενός προγράμματος προσαρμογής. Δεν υπήρχε ειδική μεταχείριση, έγινε το ίδιο όπως και στην ελληνική περίπτωση, όσο υπάρχει η προοπτική επανακεφαλαιοποίησης της τράπεζας.

Η Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας μπορεί να παράσχει έκτακτη ρευστότητα, αλλά όπως είπαμε, η διαπραγμάτευση για το Μνημόνιο ήταν μακρά. Δεν ήταν ξεκάθαρο ότι υπήρχε καθαρή προοπτική για την ύπαρξη ενός προγράμματος που θα αποκαθιστούσε τη φερεγγυότητα των τραπεζών», κατέληξε ο κ. Ασμουσεν.