Περί του άρθρου 28 του Συντάγματος

Κρίνεται σκόπιμο όπως παραθέσουμε αυτούσιο το εν λόγω άρθρο, το οποίο αναφέρει: <ΑΡΘΡΟΝ 28

1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.

2. Έκαστος απολαύει πάντων των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των προβλεπομένων υπό του Συντάγματος άνευ ουδεμιάς δυσμενούς διακρίσεως αμέσου ή εμμέσου εις βάρος οιουδήποτε ατόμου ένεκα της κοινότητος, της φυλής, του χρώματος, της θρησκείας, της γλώσσης, του φύλου, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της εθνικής ή κοινωνικής καταγωγής, της γεννήσεως, του πλούτου, της κοινωνικής τάξεως αυτού ή ένεκα οιουδήποτε άλλου λόγου, εκτός εάν διά ρητής διατάξεως του Συντάγματος ορίζηται το αντίθετον.

3. Ουδείς πολίτης δικαιούται να χρησιμοποιή τίτλον ευγενείας ή κοινωνικής διακρίσεως ή να απολαύη οιουδήποτε προνομίου εκ ταύτης εντός των εδαφικών ορίων της Δημοκρατίας.

4. Ουδείς τίτλος ευγενείας ή άλλης κοινωνικής διακρίσεως απονέμεται ή αναγνωρίζεται εν τη Δημοκρατία>.

Δοθείσης της Αρχής αυτής, η οποία είναι γνωστη ως Αρχή της ίσης μεταχείρισης, νομολογιακώς αποφασίστηκε και επιβεβαιώθηκε ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν περιορίζεται μόνο στη μεταχείριση των παραβατών από το Δικαστήριο, αλλά περιλαμβάνει και τη μεταχείρισή τους από τις εισαγγελικές αρχές. Η αρχή αυτή βρήκε εφαρμογή σε σχέση με την εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα για αναστολή ποινικής δίωξης συνεργού. Εξηγήθηκε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει ποινική δίωξη δεν ελέγχεται και ο σκοπός του Δικαστηρίου όταν λαμβάνει υπόψη κατά την επιβολή της ποινής τέτοιο ζήτημα, δεν είναι για να αναθεωρήσει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά για να αποτιμήσει τις συνέπειες της άσκησης τέτοιας εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα στο δικό του έργο για επιμέτρηση της ποινής.

Επί τούτου λέχθηκαν τα ακόλουθα:«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση. Η ισότητα στη μεταχείρηση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»

Σε υπόθεση άλλη , αφού τονίστηκε η καθολικότητα της αρχής της ισότητας και διακηρύχθηκε ως η πεμπτουσία της δικαιοσύνης η ισονομία και η ισοπολιτεία, λέχθηκαν τα ακόλουθα:«Τα μέσα, τα οποία παρέχονται στο Δικαστήριο, προς αντιμετώπιση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωχτικές αρχές, είναι περιορισμένα. Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση. Μετριάζει, όπως έχουμε τονίσει, τα αισθήματα αδικίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού. Και, στο μέτρο που της παρέχεται η ευχέρεια, η Δικαιοσύνη μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεση της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου. Έτσι εκπληρώνει, στο μέτρο που είναι δυνατό, το καθήκον που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος.»

Σύντομα μετά,η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε σε σωρεία Δικαστικών Αποφάσεων . Το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει τις κατηγορίες εναντίον άλλων κατηγορουμένων χωρίς να δώσει λόγους και πάλι δεν αμφισβητήθηκε.

Είπε σχετικά το Δικαστήριο:

«Στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας, ως είχε δικαίωμα, διέκοψε τις κατηγορίες κατά των Κατηγορουμένων 1 και 4 και, ως είχε δικαίωμα, δεν έδωσε λόγους για την ενέργειά του. Η έλλειψη λόγων όμως αφήνει τα πράγματα εκεί που ήσαν, δηλαδή ότι πρόσωπα για τα οποία εθεωρήθη ότι υπήρχε επαρκής υπόθεση εναντίον τους ώστε να κατηγορήθησαν έχουν τώρα απαλλαγεί. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει εικασίες ως προς τους λόγους της διακοπής των κατηγοριών ώστε να κρίνει αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορεί να τίθεται θέμα αντίληψης του μέσου πολίτη για ευνοϊκή μεταχείριση, οπότε η διακοπή δεν θα επενεργούσε ως μετριαστικός παράγοντας .

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου