Περί Ενόρκων Δηλώσεων, επί Αιτήσεων και Διαγραφής Δικογράφου

Της Θεοχαρίδου Κ. Καλυψούς                                                                                                             Δικηγόρου – Νομικού Συμβούλου

Δ.48, Κ.4:

<Οποιαδήποτε γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση τα οποία δεν είναι εμφανή από το φάκελο της διαδικασίας θα αναφέρονται σε μια ή περισσότερες ένορκες δηλώσεις οι οποίες θα συνοδεύουν την ειδοποίηση. Αντίγραφα αυτών των ένορκων δηλώσεων θα αφήνονται στον αιτητή μαζί με την ειδοποίηση>

Δ.39, Κ.2:

Ο σκοπός και η χρησιμότητα της Ένορκης Δήλωσης, όπως η Νομολογία έχει καταδείξει, έγκειται στο υπόβαθρο γεγονότων που θέτει και χαρακτηριστικά έχει λεχθεί: < ..η Ένορκος Δήλωση πρέπει να περιέχει το ελάχιστο υπόβαθρο γεγονότων που να ενεργοποιεί την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου>.

Απουσία επομένως Ένορκης Δήλωσης, επί Ενστάσεως, καθιστά την όλη δικαστική διαδικασία, ενδεχόμενα ανέφικτη και πάντως η πλευρά του Ενιστάμενου αφήνει την υπόθεση του <να παραμείνει μετέωρη, με την έννοια ότι την στερούσε από το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων για να μπορέσει να επιτύχει..>.

Επιπρόσθετα, στόχος των Ενόρκων Δηλώσεων, αρχικών και συμπληρωματικών, <.είναι η ολοκληρωμένη παρουσίαση είτε της Αίτησης, είτε της Ένστασης, ώστε αυτή να οδηγηθεί σε ακρόαση στη βάση της ολοκληρωμένης εικόνας της διαφοράς..>. Κάτι, που σαφέστατα θα συμβάλει στην ορθή, πλήρη και αποτελεσματική απονομή της Δικαιοσύνης, αφού πρώτιστο μέλημα των Ενόρκων Δηλώσεων είναι <..το Δικαστήριο να έχει ενώπιον του ολοκληρωμένη και σφαιρική εικόνα των γεγονότων.> και συνακόλουθα, καλύτερη και σφαιρικότερη εκτίμηση αυτών.

Ελλείψει της Ενόρκου Δηλώσεως, επί Ενστάσεως και ή Αιτήσεως, εκεί όπου προνοείται ρητώς και προβλέπεται, ενδεχόμενα αυτή η <παρατυπία> να είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχία της Ένστασης του Ενιστάμενου και ενδεχόμενα να μην μπορεί να θεραπευτεί δυνάμει της Δ.64. Βάσει της Διατάξεως αυτής, όπως έχει νομολογιακά παγιωθεί<..ακόμα και αν η χρήση λανθασμένου κλητηρίου συνιστά ή όχι απλή παρατυπία.. η Δ.64 δεν θα διόρθωνε τα πράγματα διότι όπως κατ επανάληψη έχει λεχθεί, δεν καταργεί τις διατάξεις των θεσμών οι οποίες πρέπει να τηρούνται. Με την Δ.64 παρέχεται απλά η ευκαιρία σε διάδικο που επέδειξε πλημμέλεια στην εφαρμογή των θεσμών ..να διορθώσει το συγκεκριμένο διάβημα ώστε να μην θεωρείται άκυρο. η Δ.64 δεν αποτελεί πανάκεια για κάθε παράλειψη συμμόρφωσης με τους κανονισμούς.>.

Δ.19 Κ.26 και Δ.27 Κ.3:

Σαφέστατα και η διαγραφή ενός δικογράφου, είτε στη βάση της Δ.19 Κ.26 είτε στη βάση της Δ.27 Κ.3 είναι ένα εξαιρετικό μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο όταν αδιαμφισβήτητα το δικόγραφο στερείται νομικού ή πραγματικού ερείσματος ή είναι αναντίλεκτα ανυπόστατο, ως η Νομολογία και ο Νόμος ορίζει. Το κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα ασκηθεί θετικά ή αρνητικά κρίνεται <με βάση το ίδιο δικόγραφο, το περιεχόμενο του και τις αντικειμενικές συνέπειες που συνεπάγεται η τεκμηρίωση των ισχυρισμών του>.

Η δραστικότητα του μέτρου, ήτοι της διαγραφής του δικογράφου, που ζητείται, από τη

μία, σε συνδυασμό με το δικαίωμα κάθε διαδίκου για ελεύθερη παρουσίαση της υπόθεσης του και πρόσβαση στο δικαιικό σύστημα, είναι αναμφισβήτητη, επί του προκειμένου. ΑΛΛΑ, από την άλλη, πρέπει ταυτόχρονα να επιδεικνύεται σεβασμός και τήρηση των κανόνων διαδικασίας και δικογράφησης έγγραφων προτάσεων. Στην αντίθετη περίπτωση δεν θα υπήρχε λογική θέσπισης των κανόνων σύνταξης και ο καθείς θα ήταν ελεύθερος να επιλέγει τον δικό του τρόπο σύνταξης με αποτέλεσμα να παρατηρείται ανομοιομορφία και σύγχυση. Κάτι που προφανώς θέλει να αποφύγει ο κοινός νομοθέτης και για αυτό η Νομολογία και ο Νόμος την θέτουν ως υποχρέωση και καθήκον.