Ο Γ. Ελεγκτής αμφισβητεί τη νομιμότητα χειρισμών του Υπ.Παιδείας

Με νέα επιστολή του προς τον Υπουργό Παιδείας Κώστα Καδή, σε σχέση της διαπιστώσεις της ελεγκτικής υπηρεσίας για τις υπηρεσίες νομικής αρωγής σε ζητήματα εκπαιδευτικής προτεραιότητας του Υπουργείου Παιδείας, ο Γενικός Ελεγκτής,  επαναλαμβάνει τη θέση ότι είναι πολύ διαφορετικό το Υπουργείο Παιδείας να είχε αποταθεί στη συγκεκριμένη νομική σύμβουλο για μία κατεπείγουσα και συγκεκριμένη ανάγκη του, από το να χρησιμοποιείται το συγκεκριμένο πρόσωπο ως μόνιμος νομικός σύμβουλος του Υπουργείου, για κάθε του ανάγκη σε νομικές υπηρεσίες.

Στην επιστολή του ο Γενικός Ελεγκτής αφού διευκρινίζει ότι πουθενά σε οποιαδήποτε επιστολή αμφισβητήθηκε η εντιμότητα του Υπουργού Παιδείας, δηλώνει ότι αμφισβητεί, “με στοιχεία, τη νομιμότητα των χειρισμών του Υπουργείου σας που, όσο δεν διατάζετε έρευνα για απόδοση ευθυνών, συνιστούν και δικούς σας χειρισμούς”.

Συνεχίζοντας ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία επιμένει στην άποψη ότι η πάροδος ενός έτους, χωρίς καν να έχει ανατεθεί μία υπηρεσία, δεν συμβαδίζει με το χαρακτηρισμό της ως επείγουσα και παρατηρεί ότι η επίκληση του επείγοντος ενός θέματος, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι επείγον, ώστε να υπάρξει παράκαμψη ανοικτών και διαφανών διαδικασιών, συνιστά κατάχρηση του όρου αυτού.

“ Για ένα εκ των τριών ζητημάτων, που υποτίθεται ήταν επείγοντα και υποτίθεται μόνο η συγκεκριμένη νομική σύμβουλος μπορούσε να αναλάβει, φάνηκε στην πράξη πως η εργασία διεκπεραιώθηκε από υπηρεσιακούς και μη νομικούς”, συνεχίζει ο Γενικός Ελεγκτής και προσθέτει ότι αυτό αποδεικνύει ότι το αρχικό αίτημα σας προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, που καταγράφεται στην επιστολή σας ημερομηνίας 16 Ιουλίου 2015, δεν ήταν βάσιμο, ούτε και τεκμηριωμένο. Υπενθυμίζει επίσης ότι στην επιστολή προς τον Γενικό Ελεγκτή ο Υπουργός είχε αναφέρει πως και για το θέμα αυτό υπήρχε «επιτακτική ανάγκη για νομική αρωγή».

Περαιτέρω σημειώνει ότι η Ελεγκτική Υπηρεσία παραμένουμε στη θέση ότι το Υπουργείο Παιδείας έχει λάβει υπηρεσίες από τη συγκεκριμένη νομική σύμβουλο χωρίς να έχει τηρήσει τις νόμιμες διαδικασίες.

Παρατηρεί επίσης πως αντί να ληφθεί εκ των προτέρων, ως οφείλεται, έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για τις υπηρεσίες που ανατέθηκαν, “απευθυνθήκατε σε αυτόν 7 μήνες μετά”.

Ο Γενικός Ελεγκτής υπενθυμίζει επίσης ότι η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει απόκλιση από τη νομιμότητα και προσθέτει ότι ουδέποτε αμφισβητήθηκε η καταλληλότητα της υπό αναφορά νομικής συμβούλου.

Στο μεταξύ σε επιστολή με ημερομηνία 18 Ιουλίου 2016, ο Γενικός Ελεγκτής αναφέρεται στην ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του θέματος των απαλλαγών που παραχωρούνται στους εκπαιδευτικούς σε διδακτικό χρόνο, η οποία διαπιστώνεται με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 13 Ιουλίου 2016.

Περαιτέρω αναφέρει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας απαντώντας σε επιστολή του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού, ο οποίος είχε προβάλει την άποψή ότι το θέμα δεν χρήζει οποιασδήποτε νομοθετικής ρύθμισης, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας γνωμάτευσε ότι θα πρέπει να τροποποιηθεί το άρθρο 76 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, ώστε να είναι ξεκάθαρη η δυνατότητα θέσπισης δευτερογενούς νομοθεσίας για το συγκεκριμένο θέμα που μπορεί να είναι, είτε ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού με Διάταγμα, είτε το Υπουργικό Συμβούλιο με Κανονιστική Διοικητική Πράξη.

Η Ελεγκτική Υπηρεσία αναμένει, τώρα που επιβεβαιώθηκε η ανάγκη νομοθετικής ρύθμισης του θέματος όπως η ίδια εξ αρχής υποστήριξε, ότι ο αρμόδιος Υπουργός θα κινηθεί τάχιστα προς αυτή την κατεύθυνση, αφού η συμμόρφωση με τη Νομιμότητα είναι πρώτιστη υποχρέωση των ασκούντων δημόσια εξουσία, συμπληρώνει ο Γενικός Ελεγκτής.