Ε.Ξενοφώντος: Η Uniastrum χρωστά 700 εκ. στην Τρ. Κύπρου

Με 700 εκατομμύρια ευρώ είχε τροφοδοτήσει τη Uniastrum η Τράπεζα Κύπρου για κάλυψη κεφαλαιακών αναγκών, όπως δήλωσε σήμερα στην Ερευνητική για την Οικονομία ο πρώην Αντιπρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου Ευδόκιμος Ξενοφώντος.

Ο κ. Ξενοφώντος υπηρέτησε για χρόνια ως στέλεχος της Τράπεζας Κύπρου μέχρι την αφυπηρέτηση του το 2004 και από το 1998 διετέλεσε μέλος του ΔΣ της Τράπεζας Κύπρου. Τον Αύγουστο του 2012 εκλέγηκε Αντιπρόεδρος του ΔΣ μέχρι τις 29 Μαρτίου του 2013, που η Τράπεζα Κύπρου εισήλθε σε καθεστώς εξυγίανσης.

Στην κατάθεση του ενώπιον της Ερευνητικής ο Ευδόκιμος Ξενοφώντος είπε ότι η Τράπεζα Κύπρου πλήρωσε τρεις και πλέον φορές την καθαρή αξία του ενεργητικού της ρωσικής Uniastrum για να την αγοράσει, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «τώρα θα είμαστε τυχεροί αν πάρουμε 100 ή 80 εκατομμύρια».

Είπε ακόμα ότι η Uniastrum χρωστά στην Τράπεζα Κύπρου περίπου 700 εκατομμύρια που της παραχωρήθηκαν για κάλυψη κεφαλαιακών αναγκών που προέκυπταν από εκροή καταθέσεων και ότι είναι προς το συμφέρον της Τράπεζας Κύπρου να πωλήσει τη Uniastrum σε οργανισμό ο οποίος θα συμφωνήσει να της επιστρέψει το ποσό αυτό σε μεταγενέστερο στάδιο.

Είπε επίσης πως είχε ανατεθεί στην Ernst & Young να προβεί σε έρευνα αξιοπιστίας (due diligence) και ότι σε συνεδρία του ΔΣ στις 30 Οκτωβρίου του 2008 παρουσιάστηκε περίληψη της έκθεσης που ετοιμάστηκε από την Τράπεζα. Σύμφωνα με τον κ. Ξενοφώντος, η περίληψη δεν αποτύπωνε «ορθώς και ολοκληρωμένα» το περιεχόμενο της έκθεσης της Ernst & Young, η οποία παρουσίαζε στοιχεία, που είχε και ο ίδιος εντοπίσει, τα οποία απεδείκνυαν ότι η Τράπεζα Κύπρου έπρεπε είτε να μην προχωρήσει με τη συμφωνία, είτε να την αναβάλει, είτε να την επαναδιαπραγματευτεί.

Όπως ανέφερε, παρόλο που ο ίδιος υπεδείκνυε τα σημεία αυτά, είπε πως η συμφωνία είχε θεωρηθεί ως «ευκαιρία ζωής», που θα δημιουργούσε τον τρίτο πυλώνα του συγκροτήματος και υπήρχε «ενθουσιασμός» στην Τράπεζα για τη συγκεκριμένη αγορά, ενώ παραδέχτηκε ότι ήταν λάθος του που δεν κατέγραψε τις ενστάσεις του.

Για την αγορά των ελληνικών ομολόγων, ο κ. Ξενοφώντος ανέφερε πως στις 28 Δεκεμβρίου 2011 έστειλε στον τότε Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας επιστολή στην οποία εσώκλειε αλληλογραφία με τον Πρόεδρο και τα μέλη του ΔΣ στην οποία εξέφραζε ανησυχία γιατί θεωρούσε ότι η αγορά ήταν «λανθασμένη» και η επαναγορά ήταν «απαράδεκτη».

Ανέφερε ότι αυτές οι επαναγορές είχαν γίνει με άγνοια του ΔΣ και ότι οι μη εκτελεστικοί σύμβουλοι δεν μπορούσαν να ξέρουν τον Ιανουάριο του 2010 ότι είχαν αγοραστεί ομόλογα ενός δισ. «Μάθαμε για την αγορά δύο χρόνια αργότερα» είπε.

Όπως ανέφερε, η ανακοίνωση του Γιάννη Κυπρή στις 10 Δεκεμβρίου 2009 ότι πωλήθηκαν ελληνικά ομόλογα έγινε κυρίως για να αντιληφθούν οι θεσμικοί επενδυτές του εξωτερικού ότι η Τράπεζα είχε απαλλαγεί αυτά, γεγονός το οποίο ενόχλησε το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών, το οποίο επικοινώνησε με τον κ. Ηλιάδη.

Ο κ. Ξενοφώντος είπε ότι το Συμβούλιο δεν γνώριζε για τις αγορές των νέων ομολόγων και ότι αυτές δεν επικυρώθηκαν από το Συμβούλιο το Φεβρουάριο του 2010. Ο ίδιος είπε ότι το πληροφορήθηκε το καλοκαίρι του 2011 όταν έγιναν τα πρώτα στρες τεστς και όταν περιήλθε εις γνώσιν του εξέφρασε την άποψη ότι ήταν απαράδεκτο για τους κανονισμούς της Τράπεζας Κύπρου και ότι συνιστούσε κακή διακυβέρνηση (bad governance). «Εγώ είπα ότι αν ήμουν Moody’s θα υποβάθμιζα την Τράπεζα», είπε χαρακτηριστικά.

Ανέφερε ακόμα ότι δεν περιήλθε σε γνώση του ΔΣ επιστολή της ΚΤ την 1η Μαρτίου 2010 στην Τράπεζα Κύπρου που προειδοποιούσε για την επικινδυνότητα των ελληνικών ομολόγων, παρόλο που ακολούθησε συνεδρίαση της Επιτροπής Κινδύνου στις 15 Μαρτίου. «Την 1η Μαρτίου 2010 οι αγορές των ομολόγων ήταν στο επίπεδο των 1.8δισ, αγοράστηκαν κι άλλα μετά, ενώ έπρεπε να είχαν πωληθεί» ανέφερε.

Ο κ. Ξενοφώντος είπε ότι μετά την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας τον Απρίλιο του 2010 στην πρώτη βαθμίδα των σκουπιδιών το Συμβούλιο δεν ανησύχησε επειδή δεν γνώριζε το ύψος των ελληνικών ομολόγων που είχαν αγοραστεί. Ανέφερε ακόμα ότι οι κ.κ Ηλιάδης και Καρυδάς είχαν εξηγήσει στο Συμβούλιο όταν ενημερώθηκε για την απόκτηση των ομολόγων, ότι η Τράπεζα κέρδιζε από τη συγκεκριμένη επένδυση 50 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Σύμφωνα με τον κ. Ξενοφώντος η πλειοψηφία του ΔΣ πείσθηκε ότι δεν έπρεπε να γίνει κάτι τότε.

Ο ίδιος είπε ότι το Μάιο του 2012 υπεδείκνυε στο ΔΣ με σημείωμά του ότι δεν ήταν απλώς ένα “club of friends” κι ότι απέδειξε πως ως ομάδα δεν μπορούσε να βάλει «τα του οίκου της σε τάξη». «Εγώ είπα ότι έχει γίνει ένα έγκλημα έναντι της Τράπεζας, των μετόχων και της οικονομίας» πρόσθεσε.

Στην κατάθεση του στην Ερευνητική ο Ευδόκιμος Ξενοφώντος χαρακτήρισε ως «προπατορικό αμάρτημα» της Τράπεζας Κύπρου την απόφαση για καταβολή στον Ανδρέα Ηλιάδη, μόλις ανέλαβε ανώτατος εκτελεστικός διευθυντής το 2005, απολαβών και μπόνους ίσων με αυτές που ελάμβανε όταν ήταν επικεφαλής του παραρτήματος της Τράπεζας στην Ελλάδα. Πρόσθεσε ότι εξαιτίας αυτού έγιναν ανάλογες αλλαγές στους μισθούς των κ.κ. Σταυράκη και Κυπρή. Ο κ. Ξενοφώντος είπε ότι είχε κάνει σχετικές εισηγήσεις που δεν εισακούστηκαν και υπέδειξε πως δεν θα έπρεπε να δίνονται μπόνους στην Τράπεζα Κύπρου διότι δεν είναι επενδυτική τράπεζα.

Ερωτηθείς για τις διαγραφές χρεών διαφόρων εταιρειών και ιδιωτών στην Τράπεζα, ο κ. Ξενοφώντος είπε πως για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα να εξαντληθούν όλες οι διαδικασίες στο Τμήμα Ανάκτησης και μετά γίνεται η πρόταση για διαγραφή. «Δεν πιστεύω ότι γίνεται χαριστική διαγραφή όπως ορισμένοι προσπαθούν να την παρουσιάσουν» ανέφερε, προσθέτοντας ότι οι διαγραφές χρεών επικυρώνονταν από το ΔΣ, εφόσον είχε προηγηθεί έλεγχος από την Επιτροπή Κινδύνου και την Επιτροπή Ελέγχου.

Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Τράπεζας Κύπρου δήλωσε απογοητευμένος από την εποπτεία των τραπεζών, επί Αθανάσιου Ορφανίδη, προσθέτοντας ότι ούτε η εποπτεία που ασκείται σήμερα είναι «ιδεώδης».

Ερωτηθείς για την απόφαση του Γιούρογκρουπ για συγχώνευση της Τράπεζας Κύπρου και της Λαϊκής, ο κ. Ξενοφώντος ανέφερε ότι έγινε για να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες. «Όλα τα άλλα εγκλήματα που έχουν γίνει στο τραπεζικό σύστημα στην Κύπρο ωχριούν μπροστά σε αυτό» είπε, προσθέτοντας πως, όπως και η πώληση των καταστημάτων στην Ελλάδα, ήταν κατασκεύασμα της Αλβάρεζ και Μάρσαλ, που « έχουν κάνει τη μεγαλύτερη καταστροφή στην Κύπρο» όπως ανέφερε.