Ειδική υπεράσπιση για τo ότι o Ενάγοντας εξέθεσε εκούσια τov εαυτό τoυ σε κατάσταση πραγμάτωv πoυ πρoκαλεί αστικό αδίκημα

Ειδική υπεράσπιση για τo ότι o Ενάγοντας εξέθεσε εκούσια τov εαυτό τoυ σε κατάσταση πραγμάτωv πoυ πρoκαλεί αστικό αδίκημα/Άρθρο 59 του Κεφαλαίου 148, του Νόμου περί Αστικών Αδικημάτων και συντρέχουσα αμέλεια

Έστω ότι επεσυνέβει εργατικό ατύχημα και ο εργαζόμενος/Ενάγων, εγείρει αγωγή, εναντίον του Εργοδότη/Εναγόμενου και αξιοί Γενικές Αποζημιώσεις, για τον πόνο, την ταλαιπωρία και τα τραύματα του, πλέον Ειδικές Αποζημιώσεις, για ιατρικά και άλλα έξοδα, πλέον διαφόρων άλλων ειδών έξοδα.

Εν τοιαύτη περιπτώση, ο Εναγόμενος δύναται να επικαλεστεί την πιο πάνω αναφερόμενη υπεράσπιση (λατινιστί: volenti non fit injuria), η οποία εφαρμόζεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 59 του Κεφ. 148. Επιτυχής επίκληση της και συναφώς απαλλαγή του εργοδότη από την ευθύνη, προϋποθέτει να αποδειχθεί ότι ο εργοδοτούμενος όχι απλώς γνώριζε την ύπαρξη του κινδύνου αλλά και τον αποδέχτηκε ρητά ή έστω με τη συμπεριφορά του, με την έννοια ότι συμφώνησε να τον υποστεί παραιτούμενος του δικαιώματος του να αξιώσει αποζημιώσεις. Σε κάθε περίπτωση η αποδοχή του κινδύνου, ως η Νομολογία επιτάσσει, πρέπει να αποδεικνύεται πως ήταν το προϊόν της ελεύθερης θέλησης του εργοδοτουμένου κάτι που εξυπακούει δυνατότητα εκλογής.

Τέτοια δυνατότητα όμως και λογικά επόμενο είναι, δεν θεωρείται ότι υπάρχει, στις περιπτώσεις εργοδοτουμένων, που απλώς ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή τους για εκτέλεση της εργασίας τους, χωρίς οτιδήποτε άλλο. Δεν πρέπει να λησμονούμε εξάλλου, ότι, ο εργοδοτούμενος γενικά δεν είναι σε θέση να επιλέγει ελεύθερα μεταξύ της αποδοχής και της απόρριψης του κινδύνου, λόγω του ότι, υπακούει και εκτελεί διαταγές από τον εργοδότη του, προς τον οποίον είναι υπόλογος και από τον οποίον εξαρτάται η συνέχιση ή μη της εργασίας του .

Η υπεράσπισης του volenti non fit injuria διακρίνεται από την συντρέχουσα αμέλεια. Η τελευταία έχει ως λόγο τη συμβολή του τραυματισθέντα, με πράξεις ή παραλείψεις του ιδίου, στην πρόκληση της βλάβης την οποία υπέστη ή τη σοβαρότητά της. Εφόσον αποδεικνύεται τέτοια, επιμερίζεται η ευθύνη μεταξύ του Ενάγοντα και του αμελούς Εναγομένου, ανάλογα με την υπαιτιότητα ενός εκάστου και την αιτιώδη σχέση μεταξύ των υπαίτιων πράξεων ή παραλείψεων τους και της επελθούσας βλάβης.

Με άλλα λόγια, η συντρέχουσα αμέλεια επενεργεί ως παράγοντας μετριασμού των αποζημιώσεων, τις οποίες μπορεί να κληθεί να καταβάλει το πρόσωπο το οποίο ευθύνεται για αμελή πράξη ή παράλειψη ενώ αντίθετα, η αρχή volenti non fit injuria παρέχει υπεράσπιση, η οποία απαλλάσσει τον προκαλέσαντα τη ζημία από κάθε ευθύνη .

Για να συζητηθεί η ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας του εργοδοτούμενου θα πρέπει να αποδειχθεί ότι αυτός προέβη σε ενέργειες που συνέβαλαν στον τραυματισμό του. Με πιο απλά λόγια ότι, επέδειξε αμέλεια να προφυλάξει επαρκώς τον εαυτό του. Το βάρος απόδειξης συντρέχουσας αμέλειας το φέρει ο Εναγόμενος και δεν εναπόκειται στον Ενάγοντα να το αποσείσει .

Τέλος, στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εργοδοτούμενο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι έχει περιορισμένη επιλογή ως προς τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία εκτελεί την εργασία η οποία του ανατίθεται. Η επιλογή να αποχωρήσει από την εργασία του, δεν είναι ενδεχόμενο το οποίο εύκολα αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος του οποίου η υλική, η οικογενειακή και κοινωνική ευημερία εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τα οικονομικά μέσα που του παρέχει η εργασία του.

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος