Γιατί ο Σουλτάνος τα βάζει με όλους…

Είναι πλέον αντικείμενο παγκόσμιας μελέτης. Η στάση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και κατ’ επέκταση της Τουρκίας, απέναντι στα γειτονικά, και όχι μόνο κράτη, έχει μεταλλαχθεί τα τελευταία χρόνια.

Δεν είναι υπερβολή πλέον να πούμε πως ο πρόεδρος της Τουρκίας τα βάζει με όλους και με όλα. Έχει αποφασίσει να ακολουθήσει ένα μονοπάτι που αφενός τον έχει βοηθήσει ώστε να εδραιωθεί στο εσωτερικό της χώρας, αλλά να εγείρει ερωτήματα για το που μπορεί να τον οδηγήσει μακροπρόθεσμα.

H Τουρκία έχει πλέον προβλήματα και ανοικτά μέτωπα με όλες τις χώρες που την περιτριγυρίζουν. Πέρα δηλαδή από τις… παραδοσιακές κόντρες με την Ελλάδα και την Αρμενία, ο Εντογάν διατηρεί προβληματικές σχέσεις με ακόμα περισσότερα κράτη.

Πριν από έναν χρόνο ξεκίνησε μία στρατιωτική εισβολή στη Βόρεια Συρία -με τις ευλογίες του Ντόναλντ Τραμπ- για να απομακρύνει τις δυνάμεις των Κούρδων ανταρτών από τα νότια σύνορά της. Πριν από λίγες εβδομάδες ανανεώθηκε η παρουσία των δυνάμεων για έναν ακόμα χρόνο.

Ενεπλάκη στον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη υπογράφοντας το σύμφωνο στρατιωτικής συμμαχίας με την κυβέρνηση του Φαγιέζ αλ Σαράτζ. Έστειλε εξοπλισμό, χρήματα αλλά και μισθοφόρους για να στηρίθει την κυβέρνηση.

Ενίσχυσε το Αζερμπαϊτζάν -μια χώρα με έντονο το τουρκικό στοιχείο- στον πόλεμο με την Αρμενία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, στέλνοντας μισθοφόρους από τη Συρία.

Με την Ελλάδα βρίσκεται διαρκώς σε σύγκρουση. Τελευταίο επεισόδιο τα πολεμικά πλοία ως συνοδοί ερευνητικών πλοίων που θέλουν να κάνουν έρευνες στα ελληνικά χωρικά ύδατα.

Προκλητική στάση διατηρεί και στην Κύπρο. Εκεί που υποστήριξε ξεκάθαρα τον Τατάρ για τις εκλογές των Τουρκοκυπρίων και φυσικά με την κίνηση του ανοίγματος των Βαρωσίων, που τον έφερε για μία ακόμα φορά αντιμέτωπο με τη διεθνή κατακραυγή.

Οι σχέσεις με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα παραμένουν ταραχώδεις. Πρόσφατα, περισσότερες Σαουδικές επιχειρήσεις δεσμεύθηκαν να μποϊκοτάρουν τα τουρκικά προϊόντα. Η Τουρκία απείλησε να αναστείλει τους διπλωματικούς δεσμούς με τα ΗΑΕ για την απόφαση του τελευταίου να αναγνωρίσει το Ισραήλ. Κάτι που είναι περίεργο, δεδομένου ότι η τουρκική κυβέρνηση, παρά τη συχνή και έντονη κριτική του για το Ισραήλ, έχει διπλωματικές σχέσεις με το εβραϊκό κράτος για δεκαετίες.

Εσχάτως η Τουρκία και ο Ερντογάν άνοιξαν μέτωπο και με τη Γαλλία, που έχει αναδειχθεί στον μεγαλύτερο δυτικό κριτή της χώρας. Μάλιστα οι δύο χώρες έφτασαν κοντά σε μία ναυτική σύγκρουση στη Μεσόγειο τον περασμένο Ιούνιο. Πριν από λίγες ημέρες ο Εμμανουήλ Μακρόν δεσμεύθηκε να υπερασπιστεί τον κοσμικό χαρακτήρα ενάντια στο ριζοσπαστικό Ισλάμ ενώ ο Ερντογάν απάντησε λέγοντας πως ο Γάλλος πρόεδρος χρειάζεται «ψυχοθεραπεία», με τη Γαλλία να αποσύρει τον πρέσβη της στην Τουρκία.

Και βέβαια, ο Ερντογάν έχει καταφέρει να έρθει αντιμέτωπος και με το ΝΑΤΟ. Ειδικά από τη στιγμή που προμηθεύτηκε από τι Ρωσία, αλλά και δοκίμασε, τους πυραύλους S400.

Από το «καένα πρόβλημα» στο… μέτωπα με όλους
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν ήταν πάντα έτσι. Πριν από περίπου μια δεκαετία ο τότε υπουργός Εξωτερικών -και μετέπειτα πρωθυπουργός- Αχμέτ Νταβούτογλου είχε υιοθετήσει το δόγμα «κανένα πρόβλημα με τους γείτονες». Μια πολιτική που βασιζόταν στη διπλωματία και αφορούσαν και τους παραδοσιακούς «εχθρούς» της Τουρκίας, την Ελλάδα και την Αρμενία.

Αυτή η πολιτική έδειξε να φέρνει αποτελέσματα ως και το 2011. Τότε οι διαδοχικές εξεγέρσεις σε κράτη της Μέσης Ανατολής, έφεραν στην εξουσία ισλαμιστικές κυβερνήσεις που ήταν σύμμαχοι με το AKP το κόμμα του Ερντογάν. Παράλληλα η Ουάσιγκτον έβλεπε στην Τουρκία έναν καλό συνομιλητή ενώ και η σχέση του Ερντογάν με τον Μπάρακ Ομπάμα ήταν εξαιρετική.

Πλέον, δέκα χρόνια μετά, τα πράγματα είναι διαφορετικά με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερτνογάν να ακολουθεί τελείως διαφορετική τακτική. Πηγαίνει σε μία τακτική μάχης με όλους.

Ο Ερντογάν επένδυσε ένα σημαντικό μέρος από το κεφάλαιο της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, ώστε να στηρίξει ισλαμιστικά κόμματα στην περιοχή. Και η αλήθεια είναι πως η εξωτερική πολιτική της χώρας, μετά από την Αραβική Άνοιξη, παραμένει φιλόδοξη αλλά έχοντας διαφορετική αντίληψη των συμφερόντων ασφαλείας της χώρας.

Επίσης υπήρξαν δύο ακόμα περιστατικά που σφυρηλάτησαν την πολιτική της Τουρκίας. Από τη μία η συνεργασία μετά από τις εκλογές του 2015 με το ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί και από την άλλη η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016. Ειδικά σε ότι έχει να κάνει με τα γεγονότα του 2016 ο Ενρτογάν είχε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξαφανίσει πολλούς από τους εχθρούς του μέσα στη χώρα αλλά και να επαναφέρει το αφήγημα της εξωτερικής απειλής.

«Οι Τούρκοι βλέπουν τον υπόλοιπο κόσμο να θέλει να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας. Βλέπουν τον εαυτό τους σε πολιορκία. Και το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως η Τουρκία χρειάζεται ένα ισχυρό καθεστώς και έναν ισχυρό ηγέτη» λέει ο Σινάν Ουλγκέν, πρόεδρος του Κέντρου Οικονομικών και Εξωτερικών Σπουδών στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Γκιονούλ Τολ, διευθυντής του προγράμματος της Τουρκίας στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, είναι δύσπιστος ότι ο νέος μιλιταρισμός του Ερντογάν θα διαρκέσει για πάντα. «Υπάρχουν τόσα πολλά πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός της Τουρκίας, από την οικονομική παρακμή έως την αύξηση του COVID-19, που πιστεύω ότι η συγκεκριμένη εξωτερική πολιτική θα είναι όλο και λιγότερο αποτελεσματική για τον Ερντογάν» λέει.

Οι σχέσεις με τη Ρωσία και η στάση των ΗΠΑ
Η στάση της Τουρκίας με τα πολλά οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό και την προσπάθεια επιβολής στο εξωτερικό, θυμίζει σε πολλά τη Ρωσία. Οι σχέσεις των δύο χωρών, αντιπάλων στη Μαύρη Θάλασσα, είναι περίπλοκη. Άγκυρα και Μόσχα βρίσκονται σε διαφορετικές πλευρές. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν οι θέσεις τους αλλά και οι κινήσεις τους. Ωστόσο παρά τα όποια προβλήματα, οι δύο χώρες διατηρούν επαφή, έχουν επικοινωνιακή σχέση, κάτι που φάνηκε πρόσφατα και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Παράλληλα ο Ερντογάν δείχνει να έχει πάρει… μαθήματα εξωτερικής πολιτικής από τον Βλάντιμιρ Πούτιν.

Όπως ο Ρώσος πρόεδρος το 2014 χρησιμοποίησε την προσάρτηση της Κριμαίας για να ενισχύσει την εγχώρια στήριξη σε μια εποχή που η οικονομία βρισκόταν σε ανοδική πορεία, έτσι και ο Ερντογάν χρησιμοποίησε την παρέμβαση ενάντια στους Κουρδούς αντάρτες στη Συρία. Βέβαια και οι δύο χώρες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στους μισθοφόρους.

Και οι δύο χώρες έχουν αντιφατικές σχέσεις με την κυβέρνηση Τραμπ. Ειδικά ο Ερντογάν μιλά για τη φιλική τους σχέση, ακόμη και όταν η κυβέρνησή του τού επιβάλλει κυρώσεις. «Ο Ερντογάν και ο κύκλος του αγαπούν τον Τραμπ», λέει ο Τολ και συνεχίζει «Αλλά όταν οι άνθρωποι στην Τουρκία βλέπουν αυτά που συμβαίνουν στην Ουάσινγκτον, ενισχύουν την άποψη πως οι ΗΠΑ είναι μια δύναμη σε παρακμή και η Τουρκία πρέπει να ενεργήσει μόνη της».

Σύμφωνα δε με τους αναλυτές ακόμα και μια κυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν, δύσκολα θα αλλάξει τα δεδομένα. Αυτή τη στιγμή ο Ενρτογάν δείχνει να έχει κάνει την Τουρκία ισχυρή με ελάχιστο κόστος και πολιτικό κίνδυνο. Μένει να φανεί πόσο μπορεί να το διατηρήσει αυτό.