Αυστρία: Τα 70€ δισεκατομμύρια κλειδωμένα σε ένα «χρυσό κλουβί»…

Η Αυστρία προσπαθεί να ελευθερώσει περίπου 70 δισεκατομμύρια ευρώ κεφαλαίου, κλειδωμένα σε ένα “χρυσό κλουβί” που δημιούργησε η ίδια η χώρα πριν από μερικές δεκαετίες.

Οι νόμοι για τα καταπιστεύματα στη χώρα των Άλπεων επέτρεπαν στις οικογένειες έναν τρόπο «φορολογικά ελαστικό» να μεταφέρουν πλούτο. Εφαρμοσμένοι το 1993 για να σταματήσει τη φυγή των κεφαλαίων από τη χώρα, οι αυστριακοί νόμοι για τα καταπιστεύματα γνωστοί ως Privatstiftung προσέλκυσε επίσης γερμανικό πλούτο, με τους ευνοϊκούς φορολογικούς συντελεστές και την ιδιωτικότητα.

Τώρα, ωστόσο, οι νόμοι αυτοί έχουν ξεπεράσει κάπως τη χρησιμότητά τους και θεωρούνται ότι εμποδίζουν την αποτελεσματική χρήση του κεφαλαίου. Οι χορηγοί και οι δικαιούχοι κεφαλαίων, οι δικηγόροι και οι επικεφαλής των εταιρειών που διαχειρίζονται κεφάλαια, διαμαρτύρονται ότι προκαλούν στρεβλωμένες δομές και επιβραδύνουν τη λήψη αποφάσεων. Σε αυτό το πνεύμα, η κυβέρνηση της Βιέννης προσπαθεί να ανασχεδιάσει τους νόμους για τα καταπιστεύματα για να τους απλοποιήσει, μια κίνηση που θα μπορούσε να προκαλέσει συγχωνεύσεις, εξαγορές, πωλήσεις μεριδίων, διαγραφές και εξαγορές.

“Αυτές οι εταιρείες είναι κολλημένες σε ένα χρυσό κλουβί”, δήλωσε ο Klaus Vukovich, στέλεχος στην τράπεζα επενδύσεων Alantra στη Βιέννη. “Η οικογένεια δεν έχει πλέον έλεγχο, οι διευθυντές δεν έχουν την εξουσία να κάνουν τολμηρές κινήσεις και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων έχουν απομακρυνθεί πολύ από την επιχείρηση αυτή. Εάν οι νόμοι περί καταπιστευμάτων ήταν πιο ευέλικτοι, οι εταιρείες αυτές θα μπορούσαν να σπάσουν και τα ίδια κεφάλαια θα μπορούσαν να διατεθούν για νέες επιχειρήσεις”.

Η κυβέρνηση του καγκελάριου Sebastian Kurz θα παρουσιάσει τα σχέδιά της στις αρχές του επόμενου έτους και θα συμπεριλάβει τυχόν αλλαγές σε φορολογική μεταρρύθμιση που έχει προγραμματιστεί για το 2020. Οι επιλογές που μελετώνται περιλαμβάνουν τη μείωση του κόστους διάλυσης καταπιστεύματος, την αποχώρηση ορισμένων μελών της οικογένειας, την αναδιαμόρφωση των νόμων ώστε οι κάτοχοι κεφαλαίων να μπορούν να παίρνουν πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις και την παροχή στους ιδρυτές μεγαλύτερη δικαιοδοσία στη λήψη αποφάσεων.