Αρχές που διέπουν το θέμα του εύλογου χρόνου

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα του Δικαίκου μας χώρου, το δικαίωμα του δικάζεσθαι εντός εύλογου χρόνου, το οποίο διασφαλίζεται από το αρ. 30.2 του Συντάγματος και το αρ. 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (η Σύμβαση). Η σχετική διασφάλιση σκοπό έχει να υπογραμμίσει την σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστερήσεις οι οποίες δυνατόν να θέτουν σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της . Στις ποινικές υποθέσεις εξυπηρετεί ακόμη ένα σκοπό. Προστατεύει τα άτομα από μια μακρά κατάσταση αβεβαιότητας για την τύχη τους .

Κατά την εξέταση του τί αποτελεί εύλογος χρόνος, ως οι Αποφάσεις των Δικαστηρίων έχουν καταγράψει, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, περιλαμβανομένων ειδικώς της πολυπλοκότητας των πραγματικών ή νομικών ζητημάτων που εγείρονται, της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου και των αρμοδίων διοικητικών και δικαστικών αρχών .

Στις ποινικές υποθέσεις η διασφάλιση του εύλογο χρόνου αρχίζει από την ημερομηνία της διατύπωσης της κατηγορίας μέχρι την ημερομηνία της τελικής εκδίκασης της, περιλαμβανομένης και της εξάντλησης της διαδικασίας της εφέσεως .

Η δική μας νομολογία είναι απόλυτα ταυτισμένη με την πιο πάνω Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τόσο όσον αφορά τους παράγοντες που καθορίζουν την έννοια του εύλογου χρόνου όσο και όσον αφορά τις συνέπειες από την παραβίαση του αρ. 30.2 του Συντάγματος .

Καλυψώ Κ. Θεοχαρίδου
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος