ΠτΔ: Αποφασιστικότητα για επανέναρξη του διαλόγου

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Αναστασιάδης, σε χαιρετισμό του στην επετειακή εκδήλωση για την τουρκική εισβολή του 1974, στο Προεδρικό Μέγαρο, την οποία τίμησαν με την παρουσία τους συγγενείς των Ελλαδιτών ηρώων και αγνοουμένων, επανέλαβε την αποφασιστικότητά του να εμπλακεί σε ένα διάλογο για λύση του Κυπριακού με βάση τις παραμέτρους, όπως καθορίσθηκαν από τον Γενικό Γραμματέα στις 30 Ιουνίου του 2017 και διευκρινίστηκαν στις 4 Ιουλίου.

Εξέφρασε την ελπίδα οι επαφές της ειδικής απεσταλμένης του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Τζέιν Χολ Λουτ να επιτρέψουν στον Αντόνιο Γκουτέρες να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες επανέναρξης ενός νέου διαλόγου.

Ο Πρόεδρος  κάλεσε την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους να αντιμετωπίσουν τη νέα προοπτική που δημιουργείται θετικά, λαμβάνοντας υπόψη συνολικά και όχι επιλεκτικά, τις παραμέτρους που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας κατά τη Σύνοδο στο Κραν Μοντανά.

Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη

Θα ήθελα προ της όποιας άλλης αναφοράς, θερμά να καλωσορίσω και να εκφράσω τις ευγνώμονες ευχαριστίες του Κυπριακού Ελληνισμού προς τους συγγενείς των Ελλαδιτών ηρώων και αγνοουμένων που μας τιμούν απόψε με την παρουσία τους, όπως οι δικοί τους άνθρωποι έπραξαν με τον αγώνα και τη θυσία της ζωής τους χάρη της Κύπρου.

Κατά την επετειακή εκδήλωση του περασμένου χρόνου, είχα επί λέξει αναφέρει πως: «…….σήμερα ένα μέρος της πατρίδας μας θρηνεί ενώ ένα άλλο πανηγυρίζει.

Εμείς θρηνούμε τους νεκρούς, τους αγνοούμενους, τις κατεχόμενες πατρογονικές εστίες, τους χώρους λατρείας και τα μνημεία της δικής μας πολιτιστικής κληρονομιάς.

Κάποιοι εκ των Τουρκοκυπρίων συμπατριωτών μας και η Τουρκία πανηγυρίζουν γιατί με το πρόσχημα της αποκατάστασης της συνταγματικής τάξης εισέβαλε και εκτόπισε 167 χιλιάδες Ελληνοκύπριους, δολοφόνησε χιλιάδες, άφησε πέραν των 1500 αγνοουμένων, ενώ συνεχίζει με την παρουσία 40 χιλιάδων στρατού, παράνομα να κατέχει το 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Συνεχίζει να παραβιάζει όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, όλες τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κάθε αρχή Διεθνούς δικαίου.

Και συνέχισα λέγοντας: «…..Θα ήμουν όμως ασύγγνωστα ανιστόρητος αν δεν αναφερόμουν στα όσα προηγήθηκαν της εισβολής και πιο συγκεκριμένα στην αμφισβήτηση της νομιμότητας, που σαν συνακόλουθο έφερε τον αδελφοκτόνο διχασμό, τον οποίο εκμεταλλεύτηκε η ελληνόφωνη χούντα των Αθηνών για να διαπράξει το εγκληματικό πραξικόπημα.

Η οφειλόμενη καταδίκη δεν γίνεται για να αναξέσουμε πληγές. αλλά για να πάρουμε επιτέλους μαθήματα από μία μακραίωνη ιστορία που εκείνο που δίιδάσκει είναι πως στο διχασμό χρεώνουμε τις χαμένες πατρίδες και στην ενότητα πιστώνουμε τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας».

Αισθάνθηκα υποχρεωμένος να επαναλάβω τις περσινές διαπιστώσεις γιατί αποτελούν ιστορικές αλήθειες τις οποίες ουδείς μπορεί να αλλοιώσει ή να διαστρέψει.

Γιατί, σεβαστοί μου συμπατριώτες και συμπατριώτισσες, είναι τον διχασμό που εκμεταλλεύτηκε και το εγκληματικό πραξικόπημα η Τουρκία, για να προωθήσει και να υλοποιήσει τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς της και εκμεταλλευόμενη αυθαίρετα τις πρόνοιες της Συνθήκης Εγγυήσεων να χρησιμοποιήσει το κατ’ ισχυρισμό μονομερές δικαίωμα επέμβασης, παρουσιάζοντας την εισβολή σαν ειρηνευτική επιχείρηση.

Μια κατ’ ισχυρισμό ειρηνευτική επιχείρηση που αντί να αποκαταστήσει τη συνταγματική τάξη, οδήγησε στην απαράδεκτη κατάσταση που σήμερα βιώνει στο σύνολο του ο λυπριακός λαός, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι.

Δυστυχώς, η Τουρκία συνεχίζει να επιδεικνύει για τέσσερις και πλέον δεκαετίες την ίδια αδιάλλακτη και απαράδεκτη στάση, επικαλούμενη μάλιστα πως ο σφετερισμός περιουσιών, η παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο εποικισμός και η αξίωση μόνιμης παρουσίας τουρκικών στρατευμάτων είναι τάχα γιατί οι συμπατριώτες μας βιώνουν το αίσθημα της ανασφάλειας.

Ηθελημένα αγνοούν και παραγνωρίζουν πως η ελληνοκυπριακή κοινότητα, μέσα από ένα οδυνηρό συμβιβασμό, αποδέχτηκε τη διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, ενώ την ίδια ώρα περιφρονούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τις αρχές του διεθνούς δικαίου, κύριο γνώρισμα των οποίων είναι η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτών, ανεξαρτήτως καταγωγής ή θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Και θλίβομαι πραγματικά γιατί το πρόσχημα που επικαλείται η Τουρκία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή που είχε συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια των συνομιλιών πως η ασφάλεια της μιας κοινότητας δεν μπορεί να αποτελεί απειλή για την άλλη.

Μια αρχή που καθορίζει πως ένα κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών αλλά και πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να θεωρείται ανεξάρτητο και κυρίαρχο εάν υπόκειται σε αναχρονιστικές εγγυήσεις και επεμβατικά δικαιώματα της όποιας τρίτης χώρας.

Μια θέση που ασπάζονται πλήρως τα Ηνωμένα Έθνη μέσα από τις παραμέτρους όπως έχουν καθορισθεί και από τον Γενικό Γραμματέα.

Είναι μέσα σε αυτά τα πλαίσια που κινούνται και οι δικές μας προτάσεις όπως υποβλήθηκαν κατά την τελευταία Σύνοδο για την Κύπρο στο Κραν Μοντανά, με την πρόταση για ένα συνολικό σύστημα αρχιτεκτονικής ασφάλειας που θα υποκαθιστούσε τον αναχρονισμό και τις στρατηγικές επιδιώξεις τρίτων προς την Κύπρο χωρών.

Βεβαίως, πέραν των ζωτικής σημασίας θεμάτων ασφάλειας, μια λύση για να είναι λειτουργική και βιώσιμη, απαιτεί την αναγνώριση και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών του καθενός των πολιτών του κράτους, χωρίς τη δημιουργία προνομίων που θα ανατρέπουν βασικές δημοκρατικές αρχές.

Αρχές που αναγνωρίζονται στα Συντάγματα του συνόλου των κρατών-μελών του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και λυπούμαι, γιατί χωρίς την όποια πρόθεση αντιπαράθεσης, είμαι αναγκασμένος να απαντήσω στον Τουρκοκύπριο ηγέτη, κ. Ακιντζί, και να τονίσω πως ο δικός μας σεβασμός προς τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας είναι δεδομένος και αποδεικνύεται μέσα από την αποδοχή της πολιτικής ισότητας, αλλά και της αποτελεσματικής συμμετοχής στη διακυβέρνηση της χώρας.

Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως μπορεί να αποδεχθούμε πρόνοιες που θα παραπέμπουν σε αριθμητική ισότητα στις δομές της διακυβέρνησης ή θα δημιουργούν ένα κράτος όπου η μια κοινότητα, μάλιστα η ολιγότερη πληθυσμιακά, θα απολαμβάνει τέτοια προνόμια που θα καθιστούν όχι μόνο μη βιώσιμη, αλλά και μη λειτουργική τη λύση.

Ένα κράτος που αντί να δημιουργεί συνθήκες ειρηνικής συμβίωσης και συνδημιουργίας, θα είναι θνησιγενές μέσα από τα συνεχή αδιέξοδα που θα προκαλούνται από συνταγματικές πρόνοιες που δεν συναντώνται σε κανένα ομοσπονδιακό κράτος – μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχω τονίσει επανειλημμένα, τόσο στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, στους εταίρους μας στην ΕΕ, στα Μόνιμα και μη Μόνιμα Μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, όσο και ευρύτερα στη διεθνή κοινότητα, ότι παραμένει δεδομένη η βούληση μας για την επανέναρξη του διαλόγου, έχοντας μάλιστα την ίδια αποφασιστικότητα και καλή διάθεση που επιδείξαμε μέχρι σήμερα σε όλες τις προσπάθειες που προηγήθηκαν για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.

Αυτό που βεβαίως χρειάζεται είναι η δημιουργία εκείνων των συνθηκών που θα επιτρέψουν τη διεξαγωγή του διαλόγου στη βάση του αλληλοσεβασμού και της απαιτούμενης καλής θέλησης από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδιαιτέρως από την Τουρκική πλευρά, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η θετική έκβαση των διαπραγματεύσεων.

Στο πλαίσιο αυτό, ευελπιστώ πως η άφιξη της ειδικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών τη Δευτέρα και οι επαφές που έπονται με τα εμπλεκόμενα μέρη, θα επιτρέψουν στον Γενικό Γραμματέα να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες επανέναρξης ενός νέου διαλόγου.

Θέλω να πιστεύω πως τόσο οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας όσο και η Τουρκία, θα αντιμετωπίσουν τη νέα προοπτική που τίθεται ενώπιον μας θετικά, λαμβάνοντας υπόψη συνολικά και όχι επιλεκτικά, τις παραμέτρους που έθεσε ο Γενικός Γραμματέας κατά τη Σύνοδο στο Κραν Μοντανά.

Ταυτόχρονα, κανένας δεν μπορεί να παραγνωρίζει τις σημαντικές εναπομένουσες διαφορές στις υπόλοιπες πτυχές του Κυπριακού.

Διαφορές που εύκολα μπορεί να επιλυθούν, σας βεβαιώ, εάν υιοθετήσουμε και ακολουθήσουμε αυτό που είναι υποχρέωση μας: το Ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Είναι για αυτό που καλώ τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, αλλά και τους Τουρκοκύπριους συμπατριώτες μας να κατανοήσουν πως η ελληνοκυπριακή κοινότητα επιθυμεί το συντομότερο δυνατόν τη εξεύρεση μίας λύσης που θα επιτρέπει την ειρηνική συμβίωση και συνδημιουργία μεταξύ όλων ανεξαίρετα των πολιτών της.

Μια λύση στη βάση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και του κεκτημένου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος – μέλος της οποίας είναι και θα παραμείνει η Κυπριακή Δημοκρατία.

Από πλευράς μου, θέλω για πολλοστή φορά να επαναλάβω την αποφασιστικότητα μου να εμπλακώ σε ένα διάλογο με βάση τις παραμέτρους, όπως καθορίσθηκαν από τον Γενικό Γραμματέα στις 30 Ιουνίου του 2017 και διευκρινίστηκαν στις 4 Ιουλίου, μη παραγνωρίζοντας τις άλλες πτυχές που με σαφήνεια έχω προαναφέρει.

Και τα όσα λέγω – θέλω να το τονίσω – δεν αποτελούν ούτε προτάξεις ούτε προϋποθέσεις για επανέναρξη του διαλόγου. Αποτελούν τις βασικές αρχές για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, με προοπτική για όλους ανεξαίρετα τους νόμιμους κατοίκους του, μέσα σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας.

Καταλήγοντας, θα ήθελα να τονίσω πως παρά τις όποιες μεταξύ μας διαφορές, μοιραζόμαστε τις ίδιες αρχές και αξίες, αλλά πρωτίστως και πάνω από όλα, την κοινή θέληση για απαλλαγή από την κατοχή και τη δημιουργία προοπτικών ευημερίας για τις μέλλουσες γενιές, και, επαναλαμβάνω, σε συνθήκες ασφάλειας και σταθερότητας. Αυτό είναι το σημανικότερο.

Στο πλαίσιο αυτό, η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων και του συνόλου του κυπριακού λαού, αποτελεί το μόνο στέρεο οικοδόμημα που μπορεί να μας οδηγήσει στην ελευθερία, την ασφάλεια, την κυριαρχία και ανεξαρτησία την οποία τόσα χρόνια εργαζόμαστε και επιδιώκουμε.

Θα συνεχίσουμε να πολιτευόμαστε με σύνεση, μακριά από λαϊκισμούς και ανέφικτες επιδιώξεις, αλλά με πλήρη συναίσθηση και σεβασμό στο τι αναμένει η πλειοψηφία ενός περήφανου λαού.

Ενός λαού που κατάφερε, μέσα από μία ανείπωτη τραγωδία και καταστροφή να αποδείξει το τεράστιο απόθεμα ψυχής, εργατικότητας και έφεσης προς την πρόοδο.

Αυτή είναι η υποχρέωση ή αν θέλετε το ελάχιστο χρέος μας έναντι όλων όσοι έδωσαν τη ζωή τους για τη δημοκρατία και την ελευθερία, έναντι των αγνουμένων και έναντι όσων υπέφεραν και ακόμη υποφέρουν από τις βάναυσες συνέπειες της εισβολής.

Μια υποχρέωση που υπαγορεύει να παραδώσουμε μια πατρίδα πραγματικά ελεύθερη, η οποία θα δικαιώνει τις προσδοκίες ολόκληρου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Μόνο έτσι θα εκπληρώσουμε το προς την πατρίδα μας χρέος.