Το δικαίωμα της απεργίας

Δήλωση νομικού συμβούλου της  ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ. αναφορικά με το δικαίωμα της απεργίας

Ενεργώ κατ’ εντολή και εξουσιοδότηση της Παγκύπριας Συντεχνίας Νοσηλευτών (ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ.), ήτοι εκ του Γενικού Γραμματέα και των μελών του οικείου Διοικητικού Συμβουλίου και με την παρούσα, αναφορικά προς τη σημερινή απεργία, θέτω ορισμένες παραμέτρους του θέματος, σχετικά και με την πρόταση της Ο.Ε.Β. για το δικαίωμα της απεργίας, σημειώνοντας ότι η Ελλαδική νομολογία κρίθηκε ως μητέρα τροφός της Κυπριακής νομολογίας (Ζίττη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394).

Εν πρώτοις, το δικαίωμα της απεργίας κατοχυρώνεται από το Άρθρο 27.1 του Συντάγματος, ως «βασικό ανθρώπινο δικαίωμα» [TO ΠΛΟΙΟ “ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ” v. Εμμανουήλ Σιδηρόπουλου κ.α. (1998) 1Β Α.Α.Δ. 1000, 1012] το Άρθρο 8§1 περ. δ΄ του Διεθνούς Συμφώνου περί Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με τον περί των Διεθνών Συμφωνιών (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικό) Νόμο του 1969 (Ν. 14/69), το Άρθρο 6 του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Χάρτη που κυρώθηκε με τον ομώνυμο Κυρωτικό Νόμο του 1967 (Ν. 64/67) το Άρθρο 13 του Κοινοτικού Χάρτη των Θεμελιωδών Κοινωνικών Δικαιωμάτων των Εργαζομένων ο οποίος θεσπίστηκε κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου στις 9 Δεκεμβρίου 1989 και στην περί Εφαρμογής των Αρχών του Δικαιώματος Οργανώσεως και Συλλογικής Διαπραγματεύσεως Συμβάσεως (Αρ.98) του 1949 που κυρώθηκε από τους Κυρωτικό Νόμο 17/66.

Απεργία, σύμφωνα με τον ορισμό της επιστήμης είναι η συλλογική αποχή των μισθωτών από την εργασία με αγωνιστικό σκοπό, για να ασκήσουν πίεση στην εργοδοτική πλευρά, επιδιώκοντας να εξυπηρετήσουν, να διαφυλάξουν και να προάγουν τα συλλογικά τους συμφέροντα, που αποφασίζεται και κηρύσσεται από νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις τους (Αλ. Καρακατσάνης, Εργατικό Δίκαιο, Β’ 11, 1980, σελ. 200 επ.).
Ακολούθως, σημειώνω ότι εφόσον διατίθεται και προσφέρεται επαρκές προσωπικό ασφαλείας, ώστε να αποτραπεί η διακινδύνευση πρόκλησης καταστροφών, η καταφυγή σε απεργιακά μέτρα και κινητοποιήσεις, ως μέτρο συλλογικής αγωνιστικής αποχής από τα καθήκοντα και αναστολής παροχής της εργασίας, παρουσιάζεται δικαιολογημένη, με το δικαίωμα της απεργίας, υπό τις συνθήκες αυτές, να μη υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, αφού συντρέχει μεθόδευση και κατοχύρωση ασφάλειας και δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας, η οποία συντρέχει όταν η προκαλούμενη από την απεργία ζημία, είναι δυσαναλόγως μεγάλη, σε σύγκριση με τη ζημία που υφίστανται ή το όφελος που προσδοκούν, τα μέλη του σωματείου που απεργεί (ΕΑ 8092/1993 ΕΕργΔ 43, 278, ΕΑ 5401/83 ΕΕργΔ 43,93, ΕφΠειρ 1355/88, ΔΕΝ 45,1056, ΜονΠρΑΘ 2887/85 ΕΕργΔ 45, 216, ΜονΠρΑΘ 1290/84 ΕΕργΔ 43, 570).

Συναφώς, ο εργοδότης δεν μπορεί να χρησιμοποιεί το προσωπικό ασφαλείας σε εργασία η οποία αποβλέπει στην κανονική λειτουργία της επιχειρήσεως (Ντάσιος, Εργατ. Δικ. Δίκαιο A ΙΙ σελ. 965).

Άλλωστε, η από τη φύση του συνδικαλισμού μεταξύ των εργαζομένων αλληλεγγύη αποτελεί βασικό εννοιολογικό περιεχόμενο της υπάρξεως και δράσεως κάθε συνδικαλιστικής οργανώσεως στον ίδιο εργασιακό χώρο (ΑΠ 68/1967 ΕΕργΔ 26, 425).

Συναφώς, σκοπός του προσωπικού ασφαλείας είναι η ασφάλεια των εγκαταστάσεων και η πρόληψη καταστροφών ή ατυχημάτων και από τυχαία περιστατικά (Γ. Λεβέντη, Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, έκδ. 1996, παρ. 41 Π, σελ. 548). Αν η συνδικαλιστική οργάνωση που πραγματοποιεί την απεργία δεν είναι σε θέση να διαθέσει το άνω προσωπικό ασφαλείας ή να αντικαταστήσει μέλη του προσωπικού ασφαλείας που αδιαφορούν ή κωλύονται, τότε οφείλει να αποφασίσει τη λύση της απεργίας (Γ. Λεβέντη, ό.π. σελ. 557, ΕφΑθ 10048/1990 ΕλΔ 34,87, ΕφΑθ 8297/1984 ΔΕΝ 1984,1066).
Σχετικά μάλιστα σημειώνω ότι κατά το άρθρο 23 παρ. 2 του Συντάγματος της Ελλάδας «η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των ΝΠΔΔ, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκεινται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησης του».

Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συνεστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης 8492/2013, Α.Π. 1579/1990 ΕλλΔνη 33, 148, Εφ.Αθ. 10048/1990 ΕλλΔνη 34, 87, Εφ.Αθ. 1471/1991 ΕλλΔνη 34, 140) και αποτελεί «προέκταση της συνδικαλιστικής ελευθερίας» (Ολομέλεια Α.Π. 27/2004, Ελληνική Δικαιοσύνη, 2004, Τόμος 5, σελ. 1360, ΕΕΡΓΔ 2004/971, ΕΔΚΑ 2004/766, ΝΟΒ 2005/84, ΛΟΓΙΣΤΗΣ 2005/1266). Κάθε απεργία είναι αυτοτελής και αποφασίζεται κάτω από ειδικές περιστάσεις και συνθήκες (ΕφΑθ 8297/1984 ΕΕργΔ 43.761).

Όπως λέχθηκε στην απόφαση 258/2012 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ηρακλείου (ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, 2012, Τόμος 22, σελ. 68) «Με το να εντάσσονται όμως όλα συλλήβδην τα ζητήματα επιχειρηματικής πολιτικής σε έναν χώρο όπου η επιχειρηματική ελευθερία του εργοδότη δεν επιτρέπεται να θιγεί και να θεωρείται αυτόματα ο απεργιακός αγώνας για τα ζητήματα αυτά παράνομος, οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο (Ζερδελής, Επιχειρηματική πολιτική και απεργία, Ε.Εργ.Δ, 2012.65 επ.)».

Το ατομικό και κοινωνικό δικαίωμα της απεργίας το οποίο έχει «διεκδικητική αγωνιστική φύση» [απόφαση 1140/2012 Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), 26534/2012 Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), Εφετείο Θεσσαλονίκης 1976/2004 και 783/2010 και 112/1990 Μονομελές Πρωτοδικείο Δράμας] έχει καταστεί «το πιο κακοποιημένο δικαίωμα» (Καζάκου Συλλογικό Εργατικό Δίκαιο, 2Α έκδ., 2011 σελ. 459 επ.) με την απεργία να «συνιστά την πλέον έντονη και αποφασιστική εκδήλωση της συνδικαλιστικής δραστηριότητας» [απόφαση 5265/2005 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Εκούσιας Δικαιοδοσίας), 1327/1990 Εφετείου Πειραιά, Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 1991, Τόμος 50, σελ. 129] και από τη φύση της να προκαλεί ζημιά στον εργοδότη (692/2011 Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 5684/2004 Εφετείου Αθηνών, 213/1993, Εφετείο Πατρών (Πρόεδρος), Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 1993, Τόμος 52, σελ. 978).

Απεργία αποτελεί και η λεγομένη λευκή ή αφανής απεργία, κατά την οποία οι απεργοί δεν απέχουν από την εργασία τους, παρέχουν όμως εργασία μειωμένης ποσότητος, δηλονότι εργάζονται με μικρότερη από την συνηθισμένη αποδοτικότητα (ΕΑ 8092/83 ΔΕΝ 1984, 667, ΕΑ 8272/80 ΔΕΝ 1981.354).

Συναφώς, στην επιστήμη αποκαλούνται λευκή απεργία (Greve Perlee – Καρακατσάνης, ΙΒΙΔ, 203 – Sinay Traite de Droit du Travail, VI, Dalloz, Paris, 1966, σελ. 201-203) διάφορες μορφές απεργίας, από την απλή σωματική παρουσία στους τόπους εργασίας ως τη μειωμένη απόδοση ή τη σχολαστική επιμέλεια και τήρηση των κανονισμών στη διεκπεραίωση της εργασίας, ώστε να καθυστερεί η εκτέλεσή της [απόφαση 2/1992 Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Σύρου (Επιθεώρηση Εργατικού Δικαίου, 1992, Τόμος 51, σελ. 374 και Δελτίο Εργατικής Νομοθεσίας, 1992, Τόμος 48, σελ. 608)].

Όπως λέχθηκε και στην απόφαση 2722/1987 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών [Δ/ΝΗ/1988 (575), ΔΕΝ/1988 (181)] «Συνήθως στην πράξη, προτού οι εργαζόμενοι αναγκασθούν να χρησιμοποιήσουν το έσχατο μέσο (Ulitam Ratio) της απεργίας για την ικανοποίηση των συμφερόντων των (Λεβέντης εις ΝοΒ 32, 242, Καποδίστριας εις ΕΕργΔ 38,8), έχει περάσει μια περίοδος άλλοτε βραχεία, άλλοτε μακρά συζητήσεων με την εργοδοσία, παραστάσεων προς αυτήν, διαπραγματεύσεων, υποβολής υπομνημάτων, με τον σκοπόν την ειρηνική επίλυση της συλλογικής διαφοράς».

Όπως αναφέρεται και από το νομοθέτη στην Εισηγητική Έκθεση του Ελληνικού Νόμου 1264/1982 «η ιστορία έχει δείξει ότι όσο και αν είναι ενοχλητικό (το δικαίωμα της απεργίας) για το κοινωνικό σύνολο (για τον εργοδότη περισσότερο), η κοινωνική ισορροπία διευκολύνεται περισσότερο από την ισχυροποίηση του παρά από την αποδυνάμωση του» (Εισηγητική έκθεση του ν. 1264/1982 σε Συνδικαλιστική Νομοθεσία του ν. 1264/1982, έκδοση Υπουργείου Προεδρίας της Κυβέρνησης από το Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα 1983 σ. 49 και ΕφΑθ 9477/83, ΕΕργΔ 40, 330).

Δημοσθένης Στεφανίδης
Δικηγόρος-Νομικός Σύμβουλος ΠΑ.ΣΥ.ΝΟ.

stefanides