Πρώτη η Κύπρος στα επιδόματα κοινοτικών…

Η Κύπρος είναι η χώρα που ξοδεύει τα περισσότερα χρήματα ως ποσοστό των συνολικών δαπανών για την υγεία για μετανάστες από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δεν εργάζονται.

Μελέτη για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταδεικνύει πως μεταξύ 2,9% και 3,9% των συνολικών δαπανών υγείας στην Κύπρο καλύπτει ανάγκες και επιδόματα κοινοτικών φοιτητών, συνταξιούχων, ανέργων και ατόμων με αναπηρία. Ακολουθεί η Ιρλανδία με δαπάνες από 1,8% έως 2,3% του συνολικού προϋπολογισμού για την υγεία.

Στην Κύπρο εξάλλου ζει ο δεύτερος μεγαλύτερος αριθμός μη ενεργών κοινοτικών ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού (από 15 ετών και πάνω), για την ακρίβεια 4,1%, πίσω από το 13,9% του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με στοιχεία του 2011 που επικαλείται η έκθεση, στην Κύπρο ζουν 91.067 κοινοτικοί ηλικίας άνω των 15 ετών.

Από τους μη ενεργούς Ευρωπαίους μετανάστες στην Κύπρο το 35% είναι άνεργοι, το 13% φοιτητές, το 27% συνταξιούχοι και το 24% ανήκουν σε «άλλη κατηγορία». Οι περισσότεροι ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 15-29.

Πάντως στην Κύπρο το ποσοστό των μη ενεργών κοινοτικών που δεν έχουν κάποιον άμεσο συγγενή να εργάζεται ανέρχεται σε 17%, στη μέση των αντίστοιχων ποσοστών των υπολοίπων εταίρων.

Συνολικά η έρευνα διαπιστώνει πως οι άνεργοι Ευρωπαίοι μετανάστες εντός της ΕΕ αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό αυτών που διεκδικούν κοινωνικά επιδόματα στην εκάστοτε χώρα διαμονής. Το BBC που αναφέρεται στην έρευνα σχολιάζει ότι τα στοιχεία της φαίνεται να υποδεικνύουν πως οι ισχυρισμοί περί μεγάλης κλίμακας «τουρισμού επιδομάτων» στην ΕΕ είναι μάλλον υπερβολικοί.

Η βρετανική κυβέρνηση, ωστόσο, έχει ξεκαθαρίσει ότι σκοπεύει να προωθήσει αυστηρότερους κανόνες πρόσβασης Ευρωπαίων πολιτών στο εθνικό κράτος πρόνοιας.

Οι μη εργαζόμενοι Ευρωπαίοι μετανάστες στην ΕΕ δεν ξεπερνούν το 1% του συνολικού πληθυσμού των 28 κρατών-μελών, παρά τη γενικότερη αύξηση της ενδοκοινοτικής μετανάστευσης την τελευταία δεκαετία. Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μετανάστες σε άλλες χώρες της ΕΕ είναι πιο πιθανό να εργάζονται σε σχέση με τους ντόπιους κατοίκους.

Η διαπίστωση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των μεταναστών είναι νεαρής ηλικίας. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι το ποσοστό των ενδοκοινοτικών μεταναστών που δεν είναι εργασιακά ενεργοί μειώθηκε από το 47% στο 33% από το 2005 έως το 2012.