Πέθανε ο αρχιτέκτονας της ένωσης της Γερμανίας Χανς-Ντίντριχ Γκενσερ

Ο πρώην επικεφαλής της γερμανικής διπλωματίας Χανς-Ντίντριχ Γκένσερ, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επανένωση της χώρας του το 1990, πέθανε χθες βράδυ σε ηλικία 89 ετών, ανακοίνωσε σήμερα το γραφείο του.

Ο πρώην επικεφαλής του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (FDP), υπουργός Εξωτερικών επί σχεδόν 20 χρόνια, υπέστη καρδιακή προσβολή και κατέληξε, “έχοντας δίπλα του την οικογένειά του”, στο σπίτι του στο Βάχτμπεργκ-Πεχ της δυτικής Γερμανίας, αναφέρει η ανακοίνωση.

Η είδηση του θανάτου του Γκένσερ, αρχιτέκτονα της επανένωσης της Γερμανίας, έγινε γνωστή την ώρα που ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας έδινε συνέντευξη Τύπου. Ο Στέφεν Ζάιμπερτ δήλωσε ότι είναι “πολύ μικρός” για να αποχαιρετήσει αυτόν τον “μέγα Ευρωπαίο και μέγα Γερμανό” ο οποίος “επηρέασε όσο λίγοι την ιστορία της Γερμανίας”.

Κατά τη διάρκεια της 18χρονης θητείας του (1974-1992) στην ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών, ο Γκένσερ έθεσε σε εφαρμογή την “Ostpolitik”, την πολιτική της προσέγγισης με την κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, αρνούμενος να δαιμονοποιήσει τον σοβιετικό εχθρό, διεξάγοντας διαπραγματεύσεις εκεί όπου ήταν δυνατόν, με στόχο την εκτόνωση του Ψυχρού Πολέμου και της κούρσας των εξοπλισμών, όπου οι δύο Γερμανίες ήταν στην πρώτη γραμμή.

Αναγνωρίζοντας από πολύ νωρίς την ευκαιρία που αποτελούσε η περεστρόικα στην ΕΣΣΔ, ο Γκένσερ είχε ανακοινώσει στις 30 Σεπτεμβρίου 1989 στην Πράγα, μπροστά σε ένα πλήθος που ζητωκραύγαζε, ότι οι τσεχικές αρχές θα άφηναν εκατοντάδες πρόσφυγες που είχαν διαφύγει από την κομμουνιστική Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία να μεταβούν στη Δυτική Γερμανία, σηματοδοτώντας έτσι ένα πρώτο ρήγμα στο σιδηρούν παραπέτασμα.

Το αποκορύφωμα της καριέρας του ήρθε έναν χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1990, με τη συνθήκη “Δύο συν Τέσσερα”, η οποία απελευθέρωνε τη χώρα του από την κηδεμονία των Αμερικανών, των Ρώσων, των Γάλλων και των Βρετανών που είχε επιβληθεί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Δεκαπέντε ημέρες έπειτα από αυτή τη Συνθήκη της Μόσχας, η Γερμανία επανενώθηκε.

Ο Γκένσερ ήταν μια από τις πιο δημοφιλείς προσωπικότητες της χώρας του, ενσαρκώνοντας τη φωνή της λογικής, υποστηρίζοντας διαρκώς στις συζητήσεις με τους δυτικούς ομολόγους του μια πολιτική “ενεργής χαλάρωσης” απέναντι στη Μόσχα.

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννημένος στις 21 Μαρτίου του 1927 στο Χάλε, ο Γκένσερ έζησε τον τελευταίο χρόνο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, 17χρονος τότε, ως επιστρατευμένος βοηθός στις αντιαεροπορικές μονάδες του πυροβολικού. Το 1952 πέρασε από την Ανατολική Γερμανία στη Δυτική, όπου δραστηριοποιήθηκε πολιτικά με το κόμμα των Φιλελευθέρων (FDP), του οποίου υπηρξε επί 10 και πλέον χρόνια πρόεδρος –από το 1974 μέχρι το 1985– και του οποίου παρέμεινε επίτιμος πρόεδρος και μετά την αποχώρηση του από το κοινοβούλιο το 1998.

“Τα όνειρά μου εκπληρώθηκαν μετά την ενοποίηση” είχε δηλώσει στο αποχαιρετιστήριο πάρτυ που είχε δώσει στη Βόνη. Η πολιτική σταδιοδρομία του Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ αντανακλά την πορεία της μεταπολεμικής Γερμανίας –από την “επανίδρυση” της Δυτικής Γερμανίας μέχρι την ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών– και σφράγισε ταυτόχρονα την πολιτική της ιστορία όχι μόνον στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής αλλά και στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής.

Επί 33 χρόνια διετέλεσε μέλος της γερμανικής βουλής (Μπούντεσταγκ) και επί 23 χρόνια υπουργός κυβερνήσεων συνασπισμού τόσο με τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) όσο και με τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU): υπουργός Εσωτερικών διετέλεσε επί κυβέρνησης Βίλι Μπραντ, από το 1969 ως το 1974.

Στην εξωτερική πολιτική ο Γκένσερ –που επί δύο σχεδόν δεκαετίες ζούσε ουσιαστικά μέσα σ’ ένα αεροπλάνο και είχε την ικανότητα να κοιμάται ανεξαρτήτως ώρας, βάσει προγράμματος και σε δόσεις— υπήρξε ένθερμος “ευρωπαϊστής” και βασικός εκφραστής της πολιτικής των ισορροπιών και της άποψης ότι η Γερμανία, λόγω του παρελθόντος της, πρέπει να ασκεί “πολιτική αυτοσυγκράτησης”.

Εξαίρεση σε αυτό αποτέλεσε τα τελευταία χρόνια της θητείας του, η ενεργητική προώθηση της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Παρά ταύτα ο Γκένσερ έτεινε κατά κανόνα “ευήκοον ούς” στις ελληνικές θέσεις, με ιδιαίτερη ευαισθησία στο Κυπριακό.