Ο μισός πληθυσμός της Κύπρου πιστεύει, ότι τα κανάλια δεν εξυπηρετούν το κοινό καλό

Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, μελετά εισηγήσεις για λήψη μέτρων πρόληψης και καταστολής του φαινομένου προβολής σκηνών βίας και εγκληματικότητας από τηλεοπτικούς σταθμούς, καθώς και τη θέσπιση συστήματος θετικών μέτρων, όπως βραβεία και επιχορηγήσεις για άτομα και τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά και τη διοργάνωση ή προώθηση διαλέξεων και άλλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, σε συνεργασία με δημοσιογράφους, την Αστυνομία, Πανεπιστήμια και άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς οργανισμούς.

Όπως αναφέρθηκε σε δημοσιογραφική διάσκεψη και παρουσίαση των αποτελεσμάτων έρευνας, την οποία σχεδίασε και διεκπεραίωσε το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Center for the Advancement of Research and Development in Educational Technology (CARDET) για λογαριασμό της Αρχής, οι σκηνές υπέρμετρης, βίας, που προβάλλει η κυπριακή τηλεόραση, είναι 2,5 σκηνές ανά ώρα μετάδοσης. Κατά την παρουσίαση, ο Στέλιος Στυλιανού, Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Σπουδών Διαδικτύου στο ΤΕΠΑΚ και επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, δήλωσε, μεταξύ πολλών άλλων, ότι η πυκνότητα προβολής (σκηνές ανά ώρα) είναι για τη βία 2,50, για την εγκληματικότητα 0,69, για το ρατσισμό 0,03, για το φανατισμό 0,11 και για τις φυσικές καταστροφές και ατυχήματα 0,72.

“Η παρούσα έρευνα”, τόνισε ο Εκτελεστικός Πρόεδρος της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Ανδρέας Πετρίδης, “αποδεικνύει ότι η κυπριακή τηλεόραση `υποφέρει` από προβολή βίας και εγκληματικότητας και ειδικότερα κατά τη διάρκεια της οικογενειακής ζώνης”.
“Οι καιροί ου μενετοί, για αυτό”, πρόσθεσε ο κ. Πετρίδης, “καλούμαστε όλοι οι εμπλεκόμενοι, η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, οι τηλεοπτικοί οργανισμοί, οι οργανωμένοι γονείς, οι φορείς της κοινωνίας των πολιτών, όπως η Επίτροπος των Δικαιωμάτων του Παιδιού, το σχολείο και οι εκπρόσωποί του, να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ` όψη αυτή την πραγματικότητα και να συνεργασθούμε, έτσι ώστε να εξεύρουμε άμεσα τρόπους επίλυσης και εξομάλυνσης της κατάστασης”.

Από την Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κύπρου, Μέλος της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης και Πρόεδρο της Επιτροπής Έρευνας, Μαίρη Κουτσελίνη, καθώς και τη Λειτουργό της Αρχής Μαριάννα Αλετράρη, αναφέρθηκε ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα της τηλεοπτικής βίας στην κυπριακή τηλεόραση. στο πλαίσιο της κοινωνικής αποστολής της και έχοντας επίγνωση των μακροπρόθεσμων συνεπειών που έχει στα παιδιά αλλά και στην κοινωνία γενικότερα η υπερβολική προβολή σκηνών βίας σε τηλεοπτικά προγράμματα.

Το ερευνητικό πρόγραμμα “Βία και Εγκληματικότητα στο Τηλεοπτικό Πεδίο της Κύπρου και ο Ρόλος της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου” διεκπεραιώθηκε κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2011 – Νοεμβρίου 2013. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, έγινε καταγραφή του περιεχομένου δείγματος 1000 προγραμμάτων, επιλεγμένων με στρωματοποιημένη τυχαία δειγματοληψία, με στόχο την ποσοτική ανάλυση του περιεχομένου της κυπριακής τηλεόρασης σε σχέση με στοιχεία βίας, εγκληματικότητας, ρατσισμού, φανατισμού και φυσικών καταστροφών και ατυχημάτων.

Επίσης, έγινε καταγραφή και μελέτη του περιεχομένου 771 προαναγγελιών προσεχών τηλεοπτικών προγραμμάτων, ενώ υπήρξαν τρεις σειρές ατομικών συνεντεύξεων βάθους (με 31 άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις) και τρεις ομάδες εστίασης (η μία με 6 άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις και οι δύο με 11 άτομα από το γενικό πληθυσμό) με κύριο σκοπό τη μελέτη του ρόλου της Αρχής, καθώς και τη βελτίωση του οργάνου ποσοτικής μέτρησης.

Συνολικώς λήφθηκαν συνεντεύξεις (ατομικές και ομαδικές) από 48 άτομα, ενώ υπήρξε και τηλεφωνική δημοσκόπηση αναλογικά στρωματοποιημένου τυχαίου δείγματος 1.000 ατόμων ηλικίας 18 ετών και άνω από το γενικό πληθυσμό, με σκοπό την καταγραφή αντιλήψεων και απόψεων σχετικά με το τηλεοπτικό περιεχόμενο και το ρόλο της Αρχής.
Σκοπός ήταν να απαντηθούν ερωτήματα, όπως ποιες οι μορφές της βίας και της εγκληματικότητας και πώς εκδηλώνονται; Ποια είναι η επικράτηση (ένταση, έκταση, συχνότητα, τύπος παρουσίασης) αυτών των προβολών; Πώς είναι κατανεμημένες οι προβολές αυτές (ανά είδος προγράμματος, ημέρα προβολής, ώρα προβολής, τηλεοπτικό οργανισμό); Ποιες είναι οι αναπαραστάσεις των θυτών και των θυμάτων κατά άτομα και κατά ομάδες πληθυσμού; Ποια είναι η σχέση μεταξύ της τηλεοπτικής πραγματικότητας, δηλαδή του περιεχομένου των προβολών, και των πραγματικών δεικτών, όπως καταγράφονται από τα δεδομένα της Αστυνομίας Κύπρου ή/ και της Στατιστικής Υπηρεσίας; Ποιος ο ρόλος της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης για την καταστολή της παρουσίασης και πώς καλύτερα μπορεί να τον επιτύχει και ποιες είναι οι τάσεις ρατσισμού / φανατισμού, που ανιχνεύονται στα τηλεοπτικά προγράμματα και που είναι δυνατόν να υποθάλπουν τα φαινόμενα βίας και εγκληματικότητας;
“Αποτελεί κοινή διαπίστωση”, είπε ο κ. Πετρίδης, “ότι τα μέσα μαζικής επικοινωνίας ασκούν σημαντική και πολύπλευρη επιρροή, επιδρώντας καταλυτικά σε κρίσιμους τομείς της ατομικής και κοινωνικής ζωής”.

Αναντίλεκτα, πρόσθεσε, “η τηλεόραση ασκεί σημαντική επίδραση στη ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών, τα οποία δεν είναι έτοιμα να αντιμετωπίσουν τα οπτικοακουστικά μηνύματα που λαμβάνουν από τα μέσα ενημέρωσης”.
Όπως ανέφερε ο Πρόεδρος της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, “η προβολή σκηνών βίας, ιδιαίτερα όταν αυτές προβάλλονται εντός οικογενειακής ζώνης, επενεργούν αρνητικά στην ανάπτυξη των ανηλίκων” και “σαφώς η μετάδοση επικίνδυνης συμπεριφοράς δημιουργεί πρότυπα μίμησης για τα παιδιά, ενδεχομένως με επικίνδυνες επιπτώσεις για τα ίδια και τον περίγυρό τους”.  “Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης, αναλογιζόμενη τη σημαντική μερίδα ευθύνης που έχει και στο πλαίσιο των δράσεών της για ανάπτυξη της Παιδείας στα μέσα ενημέρωσης”, είπε ο κ. Πετρίδης, “ευρίσκεται ήδη σε προχωρημένη συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου, σε μίαν προσπάθεια ενδυνάμωσης και θωράκισης των πολιτών, ιδιαιτέρως της ευάλωτης μερίδας των παιδιών μας, προκειμένου να καταστούν τηλεθεατές με αυτενέργεια, κριτική σκέψη και ικανότητα αξιολόγησης της εικόνας και κυρίως ερμηνείας των μηνυμάτων που σωρηδόν δέχονται καθημερινώς”.

Αφού παρουσίασε την περίληψη της έρευνας και περισσότερο αναλυτικά τη μεθοδολογία, το τηλεοπτικό περιεχόμενο που εξετάσθηκε κατά ημέρα, ώρα, είδος και τηλεοπτικό σταθμό και τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Στυλιανού δήλωσε ότι οι αντιλήψεις για το τηλεοπτικό περιεχόμενο μελετήθηκαν σε βάθος στις συνεντεύξεις, στις οποίες η ύπαρξη βίαιου περιεχομένου γενικά, καθώς και η ύπαρξη περιεχομένου εγκληματικότητας, κυρίως στο πραγματικό περιεχόμενο, ήταν κοινές διαπιστώσεις ανάμεσα στους συμμετέχοντες.

Στις συνεντεύξεις, είπε ο κ. Στυλιανού, έγινε επίσης αρκετή συζήτηση για διάφορες μορφές ρατσισμού, που εμφανίζονται στην κυπριακή τηλεόραση (κατά τους συμμετέχοντες σε σημαντικό βαθμό). Σημαντικές μορφές ρατσιστικού περιεχομένου, που εντοπίζουν οι συμμετέχοντες, πρόσθεσε ο κ. Στυλιανού, είναι οι διάφορες ετικέτες, που χρησιμοποιούνται αδιάκριτα για να χαρακτηρίσουν τους “άλλους” μαζικά, απρόσωπα και κατά συνέπεια μειωτικά, (όπως οι όροι “ξένος”, “μαύρος” ή “αλλοδαπός”), οι ειδησεογραφικές αναφορές στην καταγωγή των δραστών σε εγκληματικές ενέργειες και η μεροληψία στην επιλογή ειδήσεων.

Σχετικά με το φανατισμό, σημαντικότερες αναφορές έγιναν για την επίδραση της προβολής επεισοδίων βίας και ακραίων απόψεων σε ορισμένα θέματα, με κύριο πεδίο αναφοράς το ποδόσφαιρο. Οι αντιλήψεις και απόψεις του γενικού πληθυσμού για το ρόλο της ΑΡΚ μελετήθηκαν συστηματικά στην τηλεφωνική επισκόπηση και βρέθηκε ότι, στο σύνολο των ερωτηθέντων, η πλειονότητα (57,6%) απάντησε ότι δεν γνωρίζει κάτι για την ΑΡΚ.  Ανάμεσα σε όσους γνωρίζουν κάτι για την ΑΡΚ, πολύ μεγάλο ποσοστό, γενικά μεταξύ 60% και 70%, πιστεύει ότι η ΑΡΚ ενεργεί με τους διάφορους τρόπους που παρατέθηκαν στο ερωτηματολόγιο (ότι αδειοδοτεί τηλεοπτικά κανάλια, καθορίζει την οικογενειακή ζώνη, προσπαθεί να περιορίσει την προβολή βίας, εγκληματικότητας, ρατσισμού και φανατισμού, διερευνά ακατάλληλο τηλεοπτικό περιεχόμενο και επιβάλλει κυρώσεις σε τηλεοπτικά κανάλια), ενώ μόνον ένας στους πέντε πιστεύει ότι η ΑΡΚ επιμορφώνει τους δημοσιογράφους.

Σχετικά με απόψεις του κοινού για το ρόλο που πρέπει να παίζει η ΑΡΚ, συνολικό ποσοστό πάνω από 70% συμφωνεί απόλυτα ή συμφωνεί ότι η ΑΡΚ θα πρέπει να επικεντρωθεί στην επιμόρφωση των δημοσιογράφων, να επικεντρωθεί στην επιμόρφωση του κοινού, να επικεντρωθεί στην επιβολή προστίμων ή άλλων κυρώσεων, να δημοσιοποιεί τις τιμωρίες που επιβάλλει, να ενθαρρύνει το κοινό να καταγγέλλει ακόμα και σκηνές ήπιας βίας στην οικογενειακή ζώνη, να υποχρεώνει τα κανάλια να προβάλλουν φιλμάκια ενάντια στη βία, το ρατσισμό, την ξενοφοβία και το φανατισμό, να κατατάσσει δημόσια τα κανάλια σε σχέση με την προβολή βίας, να κατατάσσει δημόσια τα κανάλια με βάση δείκτες ποιότητας, να ενθαρρύνει το ποιοτικό τηλεοπτικό περιεχόμενο με θεσμούς, όπως τα βραβεία ποιότητας για τα κανάλια και να αποκτήσει περισσότερες εποπτικές ευθύνες.

Το ποσοστό, που συμφωνεί απόλυτα ή συμφωνεί με ενίσχυση της ΑΡΚ με περισσότερο προσωπικό, είναι κάτω από 30%, ενώ, σχετικά με απόψεις για γενικότερα θέματα, περίπου ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες συμφωνεί ή συμφωνεί απόλυτα ότι οι τηλεθεατές θα ήταν καλύτερα να έβλεπαν ολιγότερη κυπριακή τηλεόραση, με το αντίστοιχο ποσοστό για την παρακολούθηση τηλεόρασης γενικά να είναι γύρω στο 65%.
Πάνω από 70% πιστεύει ότι οι γονείς δεν πρέπει να εμπιστεύονται τον ασκούμενο από την ΑΡΚ έλεγχο στην οικογενειακή ζώνη και ποσοστό πάνω από 80% ότι τα κανάλια θα πρέπει να αναπτύξουν τα ίδια μεταξύ τους ένα μηχανισμό ελέγχου για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να προβάλλουν.

Η άποψη, ότι τα κανάλια εξυπηρετούν το κοινό καλό, φαίνεται να μην υιοθετείται από το μισό περίπου πληθυσμό. Αντίθετα, η συντριπτική πλειονότητα πιστεύει ότι τα κανάλια εξυπηρετούν πρωτίστως το πολιτικό κατεστημένο και τα οικονομικά τους συμφέροντα (γύρω στο 75% και 85% αντίστοιχα συμφωνούν ή συμφωνούν απόλυτα ότι αυτό ισχύει).

Σχεδόν όλοι, όσοι πήραν μέρος στην έρευνα, συμφωνούν ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για εφαρμογή βελτιωτικών αλλαγών και οι δράσεις και πολιτικές που προτάθηκαν αποτελούν και τις περισσότερες από τις εισηγήσεις αυτής της έρευνας.
Μεταξύ των εισηγήσεων είναι και ο καθορισμός στόχων για βελτίωση του τηλεοπτικού προϊόντος, που να είναι εξειδικευμένοι και μετρήσιμοι, καθώς και η προώθηση νομοθεσίας που να υποχρεώνει τα τηλεοπτικά κανάλια να προβάλλουν συγκεκριμένα είδη προγραμμάτων σε συγκεκριμένες ζώνες.