Συνέχεια δηλώσεων Βγενόπουλου….

«Εάν είχε γίνει δεκτό το αίτημά μου για έλεγχο από την BLACKROCK ο τραπεζικός τομέας και η οικονομία της Κύπρου θα είχαν σωθεί», αναφέρει σε σημερινή ανακοίνωση ο πρώην μη εκτελεστικός Πρόεδρος της Μαρφίν Λαϊκής Τράπεζας Ανδρέας Βγενόπουλος.

“Οι απαντήσεις (μέσω του Sigmalive) στις ερωτήσεις που υπέβαλα δημοσίως σήμερα είναι τουλάχιστον ατυχείς”, αναφέρει ο κ. Βγενόπουλος, προσθέτοντας ότι “ο κ. Καζαμίας παραδέχθηκε ότι το αίτημα της Λαϊκής (επιστολή Μπουλούτα) υπεβλήθη μετά το PSI που δημιούργησε επιπρόσθετες κεφαλαιακές ανάγκες, ενώ μέχρι τώρα έλεγε το αντίθετο”.

Επί της ουσίας, σύμφωνα με τον κ. Βγενόπουλο, ο κ. Καζαμίας “δεν απάντησε εάν το αίτημα έπρεπε να γίνει αποδεκτό απλώς προσπάθησε να μεταθέσει τις ευθύνες για τη μη αποδοχή του δίκαιου αυτού αιτήματος στην Κεντρική Τράπεζα”.

Αναφέροντας όμως ότι “ο κ. Καζαμίας παραδέχεται ότι ζήτησε αποτίμηση της Τράπεζας από ανεξάρτητο εκτιμητή”, ο κ. Βγενόπουλος διερωτάται: “Γιατί το ζήτησε αυτό (ο κ. Καζαμίας), ήταν αρμοδιότητα δική του ή της Κεντρικής Τράπεζας. Και γιατί δεν έγινε όταν εγώ ζητούσα και προφορικώς και εγγράφως έλεγχο και για τη Λαϊκή και για την Τράπεζα Κύπρου από την BLACKROCK; Αντιλαμβάνεται ο κ. Καζαμίας ότι αν είχε γίνει αποδεκτό το αίτημά μου ο τραπεζικός τομέας και η οικονομία της Κύπρου θα είχαν σωθεί;”

Στην ανακοίνωση, ο κ. Βγενόπουλος αναφέρει επίσης ότι “ο κ. Παπαδόπουλος ισχυρίστηκε ότι `από τον Γενάρη του 2011 προσπαθούσε η Λαϊκή να βρει ιδιώτες επενδυτές ώστε να συμβάλουν στην αύξηση κεφαλαίων της τράπεζας`” και “`γιατί η ηγεσία της τράπεζας δεν βρήκε κανένα διατεθειμένο, αφού, όπως ισχυρίζονται, η τράπεζα δεν είχε προβλήματα`”.

Σύμφωνα με τον κ. Βγενόπουλο, “ο κ. Παπαδόπουλος δεν μπορεί να αγνοεί ότι η Λαϊκή Τράπεζα έκανε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου τον Φεβρουάριο του 2011 και άντλησε 480 εκατ. ευρώ νέα κεφάλαια αποκλειστικά από ιδιώτες επενδυτές”.

“Εάν η διοίκηση της Τράπεζας είχε παραμείνει, και το Νοέμβριο του 2011 είχε γίνει αποδεκτό το αίτημά της για διατήρηση του ελέγχου των ιδιωτών εφόσον συνέβαλαν το 51% της επικείμενης αύξησης, τότε και πάλι οι ιδιώτες θα είχαν συνεισφέρει, αν όχι το σύνολο, ένα πολύ μεγάλο μέρος των απαιτούμενων κεφαλαίων”, αναφέρει, προσθέτοντας ότι “η Διοίκηση υπό τον κ. Σαρρή, ο οποίος διορίστηκε όπως κατέθεσε ο κ. Ορφανίδης στην Ερευνητική Επιτροπή από τον ίδιο με την έγκριση της Κυβέρνησης, ήταν αυτή που απέτυχε να συγκεντρώσει οποιαδήποτε κεφάλαια”.

Αναφέρει επίσης ότι “δεν απαντά δε ο κ. Παπαδόπουλος γιατί ο νόμος τελικά έλεγε ότι εάν βάλει το κράτος έστω και 1 ευρώ θα είχε τη διοίκηση της Τράπεζας”.

“Αντίθετα αποφεύγει την ερώτηση και απαντά παραπλανητικά ότι «αν ήταν να συμβάλει το κράτος με 1,8 δις Ευρώ από τα χρήματα των Κύπριων φορολογούμενων και να είχε το 99% του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας, τον πρώτο λόγο θα έπρεπε να τον έχει ο Κύπριος φορολογούμενος», προσθέτει.

Σύμφωνα με τον κ. Βγενόπουλο, “είναι εύκολα αντιληπτό ότι προσπαθεί να ξεφύγει από την καυτή ερώτηση: Γιατί αν το κράτος έβαζε 1 Ευρώ ή έστω το 5, το 10, το 20, το 49% του κεφαλαίου έπρεπε να έχει τη διοίκηση της Τράπεζας, όταν στην Ελλάδα με την έγκριση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το κράτος έχει βάλει το 90% αλλά οι Τράπεζες παρέμειναν ιδιωτικές;”

Αναφέρει επίσης ότι “έχει δίκιο ο κ. Παπαδόπουλος όταν λέει «γιατί δεν εφαρμόστηκε το σχέδιο αναδιάρθρωσης από την ίδια την τράπεζα, αλλά ίσως δεν αντιλαμβάνεται”, σύμφωνα με τον κ. Βγενόπουλο, “ότι την ευθύνη γι΄αυτό την έχουν οι κρατικές διοικήσεις της Λαϊκής και αυτοί που τους τοποθέτησαν”.

“Πιστεύω ότι αν η διοίκηση των ιδιωτών είχε υποβάλλει σχέδιο βιωσιμότητας και αναδιάρθρωσης βάσει του οποίου η Τράπεζα είχε πάρει 1,8 δις από τους Κύπριους φορολογούμενους, και το οποίο δεν υλοποιήθηκε, θα είχαν ήδη αναζητηθεί νομικές ευθύνες”, προσθέτει.

“Για τις κρατικές διοικήσεις και την Κεντρική Τράπεζα που τους ενέκρινε αυτά τα σχέδια, τι ακριβώς ισχύει”, διερωτάται ο κ. Βγενόπουλος, ο οποίος καταλήγει, λέγοντας ότι αυτά τα αναφέρει “προς αποκατάσταση της αλήθειας”.