Η MONEYVAL επικροτεί ενέργειες των κυπριακών Αρχών

Επαίνους απονέμει, εμμέσως πλην σαφώς, η Ομάδα Ειδικών κατά του Ξεπλύματος Βρώμικου Χρήματος του Συμβουλίου της Ευρώπης (MONEYVAL), στις κυπριακές Αρχές, για την αποτελεσματικότητα που επέδειξαν, σε τρεις τουλάχιστον υποθέσεις ύποπτων χρηματοοικονομικών συναλλαγών, που επιχειρήθηκε να πραγματοποιηθούν μέσω κυπριακών τραπεζών.

Οι σχετικές αναφορές στην Κύπρο περιλαμβάνονται σε 56σέλιδη ειδική έκθεση, που εξέδωσε η MONEYVAL στις 19 Ιουλίου 2013 και η οποία αναφέρεται σε προσπάθειες που έγιναν από τις Αρχές των ευρωπαϊκών κρατών που εποπτεύονται από την εν λόγω Ομάδα των Ειδικών, για την ακύρωση ή ματαίωση ύποπτων χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, μέσω της επιστάμενης παρακολούθησης της κίνησης τραπεζικών λογαριασμών.

Η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η παρακολούθηση των τραπεζικών λογαριασμών έχει αποδειχθεί ότι είναι ένα αποτελεσματικό εργαλείο για τον εντοπισμό περιουσιακών στοιχείων εγκληματικής προέλευσης, και ότι, σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, αυτό είναι ίσως ένα από τα πιο αποτελεσματικά μέσα διερεύνησης.

Η πρώτη υπόθεση που μνημονεύει η MONEYVAL αφορά την προσπάθεια ενός Κύπριου υπηκόου, να μεταφέρει τον Απρίλιο του 2013, με πλαστή εντολή, σε τράπεζα του εξωτερικού, από το λογαριασμό εταιρίας κυριότητάς του στο εξωτερικό το ποσό των 3.000.000 ευρώ σε λογαριασμό της ίδιας εταιρίας που διέθετε σε κυπριακή τράπεζα.
Η παράνομη συναλλαγή έγινε αντιληπτή από την ξένη τράπεζα που ειδοποίησε τις κυπριακές τραπεζικές Αρχές ότι η εντολή για τη μεταφορά των χρημάτων ήταν πλαστή και ότι τα χρήματα αυτά θα έπρεπε να επιστραφούν.

Η κυπριακή τράπεζα ενημέρωσε αμέσως τη ΜΟΚΑΣ (αρμόδιο σώμα για την καταπολέμηση ξεπλύματος βρώμικου χρήματος στην Κύπρο), η οποία εξέδωσε διάταξη με την οποία απαγόρευε την οποιαδήποτε μελλοντική συναλλαγή γύρω από το ποσό των 3.000.000 ευρώ και “πάγωσε” το λογαριασμό του ενδιαφερόμενου, μέχρι να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες δικαστικής συνδρομής και να επιστραφούν τα χρήματα στη βάση τους.

Η δεύτερη υπόθεση που μνημονεύει η MONEYVAL αφορά την προσπάθεια ενός Κύπριου υπηκόου να εμφανισθεί ως δικαιούχος υψηλού τιμήματος από αγοραπωλησία ακινήτου που δήθεν είχε πραγματοποιηθεί με ξένη εταιρία και το οποίο είχε ήδη κατατεθεί σε κυπριακή τράπεζα. Ο εξαπατηθείς ιδιοκτήτης της ξένης εταιρίας δήλωσε ότι δεν γνώριζε καν τον ύποπτο και ποτέ δεν είχε υπογράψει σύμβαση πώλησης μ` αυτόν.

Η άμεση διεξαγωγή έρευνας από το Κτηματολόγιο της Κύπρου αποκάλυψε ότι η εν λόγω σύμβαση αγοραπωλησίας ήταν άκυρη καθώς και ότι κανένα σχετικό έγγραφο για την υποτιθέμενη διεξαγωγή της δεν είχε κατατεθεθεί στην υπηρεσία.
Με τη συνδρομή της κυπριακής τράπεζας ο ύποπτος εντοπίσθηκε και αναγκάσθηκε να συμφωνήσει να σταλούν πίσω τα χρήματα που είχε εισπράξει για μία αγοραπωλησία που δεν έγινε ποτέ.

Η τρίτη υπόθεση αφορά την απάτη που διεξήγαγε εταιρία επενδύσεων η οποία, με επιστολές της και εικονικά “πρότζεκτς”, έπεισε τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού να αγοράσουν μετοχές κυπριακών εταιριών και να στείλουν τα χρήματα σε συγκεκριμένη κυπριακή τράπεζα.

Το γεγονός ότι η κύρια δραστηριότητα της εν λόγω εταιρίας δεν είχε καμία σχέση με αγοραπωλησίες μετοχών κίνησε τις υποψίες της ΜΟΚΑΣ που, σε αγαστή συνεργασία με τις κυπριακές τράπεζες, εντόπισε τις ύποπτες συναλλαγές και εξέδωσε εντολή επιστροφής των κατατεθειμένων χρημάτων στους εξαπατηθέντες του εξωτερικού.