Η σπίθα της Αμμοχώστου, το αίμα της ιστορίας και η ελπίδα για το αύριο

Tου Παναγιώτη Σταυρινίδη*

Δεν είμαι θρησκευόμενος. Κάθε άλλο. Θα ήταν, συνεπώς, τουλάχιστον υποκριτικό να μιλήσω για τα μηνύματα μιας εκδήλωσης από τη θρησκυετική ματιά. Είδα τις εικόνες, διάβασα τις σχετικές ειδήσεις, ήταν όντως μια σημαντική ημέρα αλληλοσεβασμού. Οι τουρκοκύπριοι, πολίτες και εκπρόσωποι της εκκλησίας, υποδέχτηκαν με σεβασμό και αγάπη τους ελληνοκύπριους χριστιανούς.

Κυρίως κράτησα το σεβασμό.

Και από τη δική μας πλευρά όμως, η ανάγκη να ξαναζωντανέψουν οι μνήμες, η οικειότητα του χώρου, η αίσθηση ότι εκεί ξαναμπαίνουν τα κομμάτια στη θέση τους. Όλα εκείνα που σκορπίστηκαν, δεκαετίες τώρα. Από τα λόγια του εκπροσώπου του Μουφτή κράτησα τη σμενότητα και από τα λόγια των δικών μας κράτησα τον πόνο, και τη συγχώρεση συνάμα.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να προχωρήσουμε.

Ένας είναι να ξεχάσουμε. Να διαγράψουμε από τις μνήμες το κακό που προξενήσαμε ο ένας στον άλλον. Να προχωρήσουμε μπροστά με ένα λευκό χαρτί. Να γράψουμε μία ιστορία με αφετηρία το παρόν. Δεν τον υιοθετώ αυτόν τον τρόπο και δεν πιστεύω πως είναι εφικτός.

Υπάρχει όμως και ο δρόμος της αλήθειας και της συμφιλίωσης. Όχι της ανάγκης για συμφιλίωση των ανθρώπων. Αυτή πιστεύω πως σε μεγάλο βαθμό δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Για μιαν άλλη συμφιλίωση μιλάω. Για τη συμφιλίωση με το παρελθόν, με τα όσα πράξαμε. Να τα δούμε κατάμματα. Όμως για να συμβεί το δεύτερο, χρειάζεται το πρώτο.

Η αλήθεια.

Ή τουλάχιστον οι εκδοχές της, αφού δύσκολα βρίσκει κανείς στην ιστορία μοναδικές αλήθειες. Ας δούμε τις δικές μας αλήθειες και μετά ας προχωρήσουμε. Να τις γράψουμε, να τις διδάξουμε στα σχολεία, να πούμε στα παιδιά ότι και εμείς πονέσαμε τους απέναντι. Και ότι η κληρονομιά που τους αφήνουμε δεν είναι το κακό μας παρελθόν, αλλά τα μαθήματα για το μέλλον.

Αλόα, Τόχνη, Σανταλάρη, Μάραθα.

Είναι ωσάν τα χωριά αυτά να έχουν σβηστεί από τη συλλογική μας μνήμη. Εκεί μάλλον αφήσαμε την ψυχή μας, μαζί με όσους σκοτώσαμε. Εμείς, ναι. Δολοφονήσαμε παιδιά, μανάδες, παππούδες και μετά κρύψαμε τις ενοχές μας στα χώματα, στα πηγάδια. Αρνηθήκαμε για δεκαετίες ότι πράξαμε κάτι τέτοιο. Και όταν η αλήθεια μας κοίταξε κατάμματα, είπαμε ότι και οι άλλοι τα ίδια έκαναν. Και χειρότερα. Μα δεν ξεπλύναμε ποτέ τον πόνο. Όχι από αυτούς που έχασαν τα παιδιά τους, μα από πάνω μας.

Παλαίκυθρο.

Μαζί να δούμε και αυτό. Με τους απέναντι. Με τον εχθρό. Και με την οικογένεια του Σουππουρή και τους Λιασήδες. Αν μοιάζουμε σε κάτι με τους απέναντι και με όλους τους ανθρώπους είναι η αντίδραση μας στο αίσθημα της ντροπής. Το βλέμμα πάει κάτω και το παπούτσι ξύνει το χώμα ωσάν να θέλει να θάψει την ντροπή. Πολλές φορές το αντίκρισα ταν τελευταία χρόνια, και σε εμάς και σε εκείνους.

Σαράντα χρόνια.

Πολλά, πάρα πολλά. Αναλογιστείτε μόνο ότι τα βρέφη της μαύρης εκείνης χρονιάς μπαίνουν πλέον στην πέμπτη δεκαετία της ζωής τους. Η συνεύρεση στην Αμμόχωστο όμως ξαναζωντάνεψε την ελπίδα. Μιαν ελπίδα ότι η λύση και η επανένωση είναι επιτέλους εφικτές επιδιώξεις. Στις διαπραγματεύσεις θα κριθεί το πολιτικό κομμάτι της λύσης. Από εμάς όμως, τους ανθρώπους αυτού του τόπου, θα κριθεί η ψυχή της. Αλόα, Τόχνη, Σανταλάρη, Μάραθα, Παλαίκυθρο.

Αλήθειες που μας περιμένουν να τις κοιτάξουμε.

* Υποψήφιος ευρωβουλευτής ΑΚΕΛ, Λέκτορας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου