Η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Στην Κυπριακή Πολιτεία μπορούμε να διακρίνουμε τις εξής τρεις κρατικές εξουσίες:

– Νομοθετική (ρητή εξουσιοδότηση για θέσπιση νόμων)
– Εκτελεστική (ρητή εξουσιοδότηση για την εκτέλεση νόμων και την διακυβέρνηση του κράτους)
– Δικαστική (ρητή εξουσιοδότηση για την ερμηνεία των νόμων και την απονομή της δικαιοσύνης)

Η αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών θα πρέπει να ειδωθεί ως το εργαλείο εκείνο οριοθετήσεως του πεδίου εξουσίας της κάθε μιας από τις τρεις κρατικές εξουσίες. Πρόκειται με άλλα λόγια, για το σύστημα «ελέγχου και ισορροπιών» (checks and balances), μεταξύ των διάφορων εξουσιών του Κράτους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει εισαγάγει και διατηρήσει, με αυστηρή μάλιστα προσήλωση, την Αρχή της Διακρίσεως των Εξουσιών:

Πιο συγκεκριμένα το Άρθρο 61 του Συντάγματος ΚΔ, προβλέπει ότι η νομοθετική εξουσία της Δημοκρατίας ασκείται «εν παντί θέματι» από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, δηλαδή στη Βουλή ανατίθεται η εξουσία να θεσπίζει νόμους.

Το Σύνταγμα δηλαδή καθιερώνει συγκεκριμένο όργανο, στο οποίο και αναθέτει την μία από τις τρεις Κρατικές Εξουσίες, στην προκειμένη περίπτωση τη Νομοθετική.

Επιπλέον, το Σύνταγμα στα Άρθρα 46, 47, 48, 49, 54, 58, καθορίζει και τα όργανα εκείνα τα οποία δύνανται να ασκούν εκτελεστική εξουσία. Η Εκτελεστική Εξουσία ανήκει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας, στον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας από κοινού, στο Υπουργικό Συμβούλιο (έχει το κατάλοιπο της εκτελεστικής εξουσίας ) και στους Υπουργούς. Πριν από το 1964, εκτελεστική εξουσία ασκούσαν και οι Κοινοτικές Συνελεύσεις, κάτι το οποίο δεν ισχύει βέβαια σήμερα. Σήμερα, σύμφωνα πάντοτε με το Δίκαιο της Ανάγκης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μαζί με το Υπουργικό Συμβούλιο είναι οι κύριοι εκφραστές της εκτελεστικής εξουσίας.

Αναφορικά με την Δικαστική Εξουσία, αυτή ανήκει και ασκείται από χωριστά όργανα και συγκεκριμένα (σύμφωνα με τα Άρθρα 133 και 153 Σύνταγμα ΚΔ), ανήκει και ασκείται από δύο Δικαστήρια, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο, και μετά την ψήφιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου 1964, από το σημερινό Ανώτατο Δικαστήριο.

Στην πράξη οι κρατικές εξουσίες δεν μπορούν να διαχωριστούν σε στεγανά διαμερίσματα και/ή τομείς. Απόλυτος διαχωρισμός δεν δύναται να υπάρξει και δεν υπάρχει. Η πολιτειακή εξουσία, ανεξάρτητα από την Αρχή της Διακρίσεως των Εξουσιών, είναι μια και αδιαίρετη. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν τρεις τρόποι εκδηλώσεως της κρατικής βουλήσεως και αυτοί ενδεικτικά είναι:

1) Ο Νόμος – με τον οποίο τίθενται κανόνες δικαίου,
2) Η Διοικητική Πράξη – με την οποία εκτελείται ο νόμος και επιτυγχάνεται η διακυβέρνηση του κράτους και
3) Η Δικαστική Απόφαση – με την οποία απονέμεται δικαιοσύνη και εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου.
Παρά την αυστηρή εφαρμογή της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών, η οποία είναι διάχυτη στο Κυπριακό Σύνταγμα, εντούτοις υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες καταγράφεται διασταύρωση εξουσιών. Για παράδειγμα, είναι δυνατό κατ’ εξοχήν όργανο ασκήσεως εκτελεστικής εξουσίας να έχει νομοθετική αρμοδιότητα.

Ενδεικτικά θα μπορούσαμε λοιπόν να αναφερθούμε στις ακόλουθες εξαιρέσεις: 

1) Σύμφωνα με το Άρθρο 54 (ζ) Σύνταγμα ΚΔ, το Υπουργικό Συμβούλιο, κατ’ εξοχήν εκτελεστικό όργανο, δύναται να εκδίδει κανονιστικά διατάγματα. Τα διατάγματα αυτά είναι οι γνωστοί «Κανονισμοί», οι οποίοι συνιστούν δευτερογενείς κανόνες δικαίου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άσκηση νομοθετικής εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο, όταν και εφόσον ένας νόμος προβλέπει τη δυνατότητα εκδόσεως τέτοιων κανονισμών.

Τέτοιου είδους δευτερογενείς κανόνες ενδέχεται να επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την εφαρμογή και/ή αντικείμενο και/ή πεδίο των πρωτογενών νόμων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Βουλή των Αντιπροσώπων ουσιαστικά εκχωρεί νομοθετική εξουσία σε εκτελεστικό όργανο του κράτους, αφού οι δευτερογενείς νομοθεσίες – οι Κανονισμού – συνιστούν κανόνες δικαίου.

Παρ’ όλα αυτά η εξουσία, που ο οποιοσδήποτε νόμος δύναται να παρέχει στο Υπουργικό Συμβούλιο για θέσπιση κανονισμών, δεν είναι απεριόριστη. Μια τέτοια εξουσία, είθισται να περιορίζεται από τον ίδιον τον εξουσιοδοτικό νόμο. Αν ένας τέτοιος Κανονισμός του Υπουργικού Συμβουλίου εκφεύγει από τα όρια της δοθείσας εξουσιοδοτήσεως (αν εκδόθηκε δηλαδή καθ΄ υπέρβαση των ορίων αυτών), τότε αυτός είναι άκυρος και κηρύσσεται ως τέτοιος από τα Δικαστήρια.

2) Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 54 (στ) Σύνταγμα ΚΔ, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει την εξουσία επεξεργασίας νομοσχεδίων πριν αυτά κατατεθούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων, από κάποιο Υπουργό. Όπως γίνεται αντιληπτό, μια τέτοια επεξεργασία νομοσχεδίων, συνιστά άσκηση νομοθετικής εξουσίας.

Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλή (1994) έγινε δεκτό, μετά από αναφορά στη Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών, ότι ο νόμος δεν μπορεί να καταργήσει διοικητική πράξη (παραγνωρίζοντας πλήρως εντούτοις την θεμελιώδη αρχή της υπεροχής του νόμου έναντι της διοικητικής πράξεως). Συμφωνώντας ή όχι με το σκεπτικό της απόφασης, για ακόμη μια φορά αποτυπώθηκε με ξεκάθαρο τρόπο η αντίληψη που επικρατεί στην Κυπριακή έννομη τάξη, ότι δηλαδή η Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών είναι σχετικά αυστηρή.

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε και σε μια πρόσφατη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για να καταδείξουμε την πιστή εφαρμογή της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών. Αναφερόμαστε στην γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με τον πολυσυζητημένο νόμο, υπό τον συνοπτικό τίτλο «Ο περί της Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και της Ρύθμισης Άλλων Συναφών Θεμάτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 2014».

Το Ανώτατο κλήθηκε να απαντήσει κατά πόσον ο εν λόγω νόμος ήταν αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 23, 26, 28, 30 και 35 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, την Αρχή της Διάκρισης των Εξουσιών από την οποία διαπνέεται το Σύνταγμα της Δημοκρατίας και την Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης audi alteram partem, που επίσης απορρέει από το Σύνταγμα της Δημοκρατίας.

Σε σχετικό απόσπασμα της γνωμάτευσης, οι Δικαστές του Ανωτάτου αναφέρουν τα εξής: «…Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών είναι θεμελιωμένο ότι είναι διάχυτη και κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 ΑΑΔ 167). Το πεδίο λειτουργίας των τριών πολιτειακών εξουσιών διαχωρίζεται αυστηρά και αποκλείεται η ανάληψη ή η άσκηση οποιασδήποτε αρμοδιότητας από οποιαδήποτε από τις τρεις εξουσίες που δεν αποδίδεται σε αυτήν από το Σύνταγμα ή δεν εμπίπτει στο πεδίο της λειτουργίας της λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της. Το κριτήριο για την ταξινόμηση των κρατικών λειτουργιών, όπου αυτές δεν κατανέμονται ρητά από το Σύνταγμα, είναι ουσιαστικό και συναρτάται με τα εγγενή χαρακτηριστικά και την εσώτερη φύση τους (Diagoras Development v. National Bank (1985) 1 CLR 581)».

Για σκοπούς του παρόντος πονήματος, το Ανώτατο κατέληξε ότι τα άρθρα 8(1), 14(1) και 20 του προαναφερθέντος νόμου παραβίαζαν την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ασκεί τη δικαστική εξουσία και να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς, σύμφωνα πάντοτε με τα Άρθρα 152.1 και 163 του Συντάγματος.
Υποσημείωση:

Να επισημάνουμε ότι δεν είναι τυχαία η επιλογή του εξωφύλλου. Η «κλαίουσα Θέμιδα» προσπαθεί να αποτυπώσει τα συναισθήματα λύπης και απογοήτευσης που μας διακατέχουν για την ηθική και θεσμική κατάπτωση της κοινωνίας μας, μετά και τις τελευταίες εξελίξεις.

*Νομικός Σύμβουλος, Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας