Διαχρονικές προσπάθειες περί απευθείας εμπορίου, μεταξύ Ε.Ε και κατεχομένων

Διαχρονικές προσπάθειες περί απευθείας εμπορίου, μεταξύ Ε.Ε και κατεχομένων: oι υποθέσεις Αναστασίου Ι, ΙΙ και ΙΙΙ.

Του Αναστάση Θεοχαρίδη *

Στην υπόθεση Αναστασίου Ι (C-432/92), το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), κλήθηκε να ερμηνεύσει τις διατάξεις που αφορούν τις Τελωνειακές Αρχές του κράτους προέλευσης των προϊόντων, όπως επίσης και το τι συνιστά «Αρμόδιες Αρχές για το σκοπό αυτό…..». Το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιχειρήθηκε αυτή η αποσαφήνιση, ήταν από την μια οι νόμοι και/ή κανονισμοί της χώρας προέλευσης των προϊόντων και από την άλλη η Οδηγία της Ε.Ε για την Υγεία των ζώων και των φυτών.

Στην υπό αναφορά υπόθεση, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή υποστήριξαν ότι οι αμφισβητούμενες διατάξεις, έπρεπε να αναλυθούν εντός του νομικού πλαισίου του άρθρου 5 της Συμφωνίας Σύνδεσης Κύπρου/Ε.Ο.Κ (1972), λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη την de facto διχοτόμηση του νησιού. Το Άρθρο 5 της εν λόγω συμφωνίας προνοεί ως ακολούθως: «Οι κανόνες που ρυθμίζουν τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, δεν δύνανται να καταλήγουν σε οποιαδήποτε μορφή δυσμενούς διάκρισης, είτε μεταξύ των κρατών/μελών, είτε μεταξύ των πολιτών ή των εταιρειών, αυτών των κρατών/μελών, αλλά ούτε και μεταξύ των πολιτών ή των εταιρειών της Κύπρου».

Σύμφωνα λοιπόν με την επιχειρηματολογία του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά και της Επιτροπής, το προαναφερθέν άρθρο «επιβάλλει», όπως τα κράτη/μέλη αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα, διαφορετικά κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για δυσμενή διάκριση έναντι των κατεχομένων. Η υπόθεση κατά κύριο λόγο ασχολείτο με το εμπόριο των εσπεριδοειδών και των πατατών.

Προτού καταγράψουμε τα συμπεράσματα του ΔΕΚ, θα πρέπει να αναφέρουμε, ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και ιδιαίτερα το Ηνωμένο Βασίλειο, αποτελούν τους μεγαλύτερους «εμπορικούς εταίρους» της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου.

Σε ό, τι αφορά την υπόθεση Αναστασίου, υποβλήθηκε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, έτσι ώστε να αποσαφηνιστεί το ρυθμιστικό καθεστώς των εξαγωγών, που προέρχονται από το κατεχόμενο τμήμα του νησιού. Στην Αναστασίου Ι, το ΔΕΚ κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν δύναται να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες που καταβάλλονται από κάποια κράτη/μέλη, για απευθείας εμπόριο μεταξύ της Ε.Ε και των κατεχομένων. Μεταξύ άλλων, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι τέτοιες ενέργειες αντιστρατεύονται την διεθνή νομιμότητα και το Ευρωπαϊκό Κεκτημένο.

Πιο συγκεκριμένα, το ΔΕΚ παρατήρησε ότι ενδεχόμενη έναρξη απευθείας εμπορίου με το κατεχόμενο μέρος του νησιού, θα συνιστούσε σοβαρή παραβίαση των διατάξεων και κανόνων που ρυθμίζουν την Κοινή Εμπορική Πολιτική της Κοινότητας. Επιπρόσθετα, το ΔΕΚ τόνισε εμφαντικά, ότι ο μόνος αναγνωρισμένος εμπορικός εταίρος της Ε.Ε, είναι και παραμένει η Κυπριακή Δημοκρατία. Σύμφωνα με το σκεπτικό του ΔΕΚ, η Συμφωνία Σύνδεσης δεν προέβλεπε την αποδοχή από τις αρμόδιες αρχές ενός κράτους/μέλους, τα πιστοποιητικά που εκδίδονται από αρχές άλλες, από τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και αυτά αφορούν τους φυτο-υγειονομικούς ελέγχους εσπεριδοειδών ή πατατών.

Παρ ‘όλα αυτά, μετά την απόφαση Anastasiou Ι, τέθηκε το ζήτημα κατά πόσον προϊόντα από το κατεχόμενο μέρος, θα μπορούσαν να εισάγονταν στην Ε.Ε μέσω τρίτων χωρών, κυρίως μέσω Τουρκίας. Με άλλα λόγια, το ζήτημα του μη απευθείας εμπορίου, μεταξύ Ε.Ε και κατεχομένων, τέθηκε για πρώτη φορά στην ατζέντα των συζητήσεων. Στην υπόθεση Αναστασίου ΙΙ, ανέκυψαν αρκετά τεχνικά ζητήματα, εκ των οποίων μερικά αφορούσαν είτε το ρυθμιστικό πλαίσιο των εμπορευμάτων, που προέρχονταν από χώρες εκτός Ε.Ε, είτε την επιβολή επιπρόσθετων κριτηρίων υγιεινής και ασφάλειας (η Ε.Ε προσανατολιζόταν να θέσει συγκεκριμένα κριτήρια, για αυτή την ξεχωριστή κατηγορία προϊόντων).

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι επιτρέπονται οι εισαγωγές τέτοιων προϊόντων από τρίτες χώρες, εφόσον τα κριτήρια υγιεινής και ασφάλειας των χωρών αυτών, είναι σύμφωνα προς τις σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες. Εξίσου σημαντικό στοιχείο, ήταν και το συμπέρασμα του Δικαστηρίου, ότι η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και της συνεργασίας, θα πρέπει να ισχύει και για κράτη/μέλη εκτός της Ε.Ε. Γίνεται αντιληπτό, ότι στην Αναστασίου II, το Δικαστήριο επαναδιατύπωσε τις θεμελιώδεις αρχές της εσωτερικής αγοράς, οι οποίες αυτή την φορά θα τύγχαναν εφαρμογής και πέραν των συνόρων της Ε.Ε.

Συμπερασματικά, το ΔΕΚ με αυτή την απόφαση, προσπάθησε από την μια να διατηρήσει την ισορροπία μεταξύ της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, και από την άλλη να υποβοηθήσει και/ή προωθήσει την οικονομική ανάκαμψη των κατεχομένων. Το ΔΕΚ απέφυγε να επιβάλει κυρώσεις στα κράτη/μέλη, για την μη συμμόρφωση τους, με τις επιταγές της Αναστασίου Ι, επειδή μια ενδεχόμενη επιβολή οικονομικών κυρώσεων, για εισαγωγές που προέρχονται από το βόρειο τμήμα του νησιού, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον οικονομικό στραγγαλισμό των κατεχομένων.

Ωστόσο, αφήνοντας την πόρτα «μισάνοιχτη» για ενδεχόμενη έναρξη «μη απευθείας εμπορίου», μεταξύ της Ε.Ε και των κατεχομένων, στην πραγματικότητα αναγνώρισε το βόρειο τμήμα, ως ισότιμο εμπορικό εταίρο της Ε.Ε. Μια τέτοια εξέλιξη συγκρούεται με την πάγια θέση της Ε.Ε και των οργάνων της, ότι οι μόνες αναγνωρισμένες αρχές στο νησί, είναι οι αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας .

Στην υπόθεση Αναστασίου III, το ΔΕΚ προσπάθησε να συμπληρώσει αρκετά κενά, με τα οποία επιμελώς δεν ασχολήθηκε στην προηγούμενη του απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι πρόσθετα ειδικά κριτήρια θα πρέπει να τεθούν, προκειμένου να επιτραπούν τέτοιες εισαγωγές γεωργικών προϊόντων, από τρίτες χώρες. Η εφαρμογή ή όχι, των εν λόγω κριτηρίων, δύναται να διαπιστωθεί μόνο στον τόπο προέλευσης των προϊόντων. Το Δικαστήριο πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, επισήμανε πως μόνο οι αναγνωρισμένες αρμόδιες αρχές ενός κράτους/μέλους, δύνανται να εγκρίνουν τα πιστοποιητικά καταλληλότητας των εμπορευμάτων τους. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο κάλεσε όλα τα συμβαλλόμενα μέρη να αναζητήσουν απευθείας εμπορικούς δεσμούς, με τις αρχές της χώρας προέλευσης των προϊόντων, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία.

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσε να λεχθεί, ότι το ΔΕΚ πάντοτε επιδίωκε να θέσει κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης, μέσω της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μέσα από τη νομολογία του, προωθείται η ιδέα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και η περαιτέρω εδραίωση και/ή εγκαθίδρυση, ενός συγκεκριμένου οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Το Δικαστήριο σε αυτή του την προσπάθεια, πολλές φορές τείνει να υποβαθμίζει και/ή παραμερίζει εθνικά ζητήματα, τα οποία ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο την διαδικασία αυτή. Αυτή η «άτυπη αρχή», ισχύει και εφαρμόζεται σε ένα μεγάλο φάσμα θεμάτων, τα οποία ενδεχομένως να απασχολούν ακόμη, κράτη/μέλη με ανοικτά εθνικά ζητήματα, όπως η Κυπριακή Δημοκρατία.

*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος