Αστικά αδικήματα

I. ΟΡΙΣΜΟΣ

Τα αστικά αδικήματα είναι μέρος του ευρύτερου τομέα του Αστικού Δικαίου και έχουν ως βασικό γνώρισμα την επίλυση ιδιωτικής διαφοράς που αποτιμάται σε χρήμα, υπό την μορφή αποκατάστασης και αποζημίωσης. Είναι δύσκολο να δοθεί ορισμός για το τι αποτελεί αστικό αδίκημα. Θα μπορούσαμε να πούμε, όμως, ότι η δημιουργία του αστικού αδικήματος προκύπτει από την παράβαση καθήκοντος ατόμου – προσώπου, που καθορίζεται από το νόμο και που θεραπεύεται με αγωγή για αποζημιώσεις.

II. ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Τα αστικά αδικήματα στην κυπριακή έννομη τάξη κωδικοποιούνται και θεσμοθετούνται από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148. Το Κεφ. 148, εισήχθηκε στην Κύπρο επί Αγγλοκρατίας, την 1η Ιανουαρίου 1933 και κωδικοποιεί το αγγλικό κοινοδίκαιο. Ο νόμος αυτός ορίζει τα αστικά αδικήματα, τις αρχές που διέπουν τη διάπραξή τους και πότε ένα πρόσωπο έχει ευθύνη να αποκαταστήσει τον ζημιωθέντα για τη ζημιά και απώλεια που του προκάλεσε. Ο ίδιος ο νόμος, εκτός από την απαρίθμηση και οριοθέτηση των αστικών αδικημάτων, προνοεί σε ορισμένες περιπτώσεις τι αποτελεί υπεράσπιση αυτών των αδικημάτων. Τα αστικά αδικήματα είναι μέρος του αστικού ή ιδιωτικού δικαίου το οποίο κατά βάση στηρίζεται στο αγγλικό κοινοδίκαιο, έχοντας όμως στοιχεία και αρχές που συναντώνται και στο ηπειρωτικό δίκαιο.

III. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΑΣΤΙΚΩΝ – ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

Ο όρος «αστικά αδικήματα» δεν συνδέεται με το ποινικό δίκαιο ή και με αδίκημα που εμπίπτει στη σφαίρα των ποινικών αδικημάτων. Τα αστικά αδικήματα διαφέρουν από τα ποινικά αδικήματα τόσο σε είδος πράξης όσο και σε είδος ποινής ή απαίτησης. Ενώ στο ποινικό δίκαιο η ποινική δίωξη στοχεύει όπως, ο ένοχος υποβληθεί σε κύρωση, ποινή ή τιμωρία (πρόστιμο / φυλάκιση ή και τις δύο ποινές μαζί) στο αστικό δίκαιο, με την έγερση αγωγής, ο ενάγων στοχεύει σε αποκατάσταση της ζημιάς ή και απόδοση αποζημιώσεων λόγω της ζημίας ή απώλειας που υπέστη ως ζημιωθής. Επίσης, στα ποινικά αδικήματα προσάπτεται στον ένοχο μομφή – κατηγορία επί συγκεκριμένης πράξης, ενώ στα αστικά αδικήματα όχι. Στα ποινικά αδικήματα είναι καθήκον της πολιτείας να εξακριβώσει και να οδηγήσει την υπόθεση ενώπιον δικαστηρίου, ενώ τα αστικά αδικήματα εμπίπτουν στις ιδιωτικές διαφορές και αφορούν αδίκημα κατά ενός συγκεκριμένου προσώπου ή αν ακόμη πρόκειται για διαφορά στην οποία εμπλέκεται το κράτος, τότε το κράτος ενεργεί στην περίπτωση αυτή ως αν ήταν ιδιώτης και διεκδικούσε αποζημιώσεις ή υπερασπιζόταν τον εαυτό του. Τέλος, στα ποινικά αδικήματα το κριτήριο του βάρους απόδειξης είναι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ενώ στα αστικά αδικήματα το κριτήριο απόδειξης είναι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.

IV. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

Τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αστικών αδικημάτων είναι αρχικά η ύπαρξη καθήκοντος, η παραβίαση του οποίου οδηγεί σε αγώγιμο δικαίωμα. Είναι το γνωστό στο αγγλικό δίκαιο καθήκον επιμέλειας που αναγνωρίζεται στο δίκαιο και στο νόμο, και η παράβαση του καθήκοντος αυτού, η οποία είναι νομοθετημένη στο Κεφ. 148, δίδει δικαίωμα έγερσης αγωγής για αποζημιώσεις για τη ζημιά που υπέστη ο ενάγων από την παράβαση του καθήκοντος του εναγομένου. Άλλο βασικό γνώρισμα των αστικών αδικημάτων είναι η ευθύνη για την παράβαση που έγινε. Αυτή η ευθύνη πρέπει να καθορίζεται εκ του νόμου και όχι μεταξύ μερών υπό τον τύπο συμφωνίας. Δηλαδή, θα πρέπει να προβλέπεται στον ίδιο το νόμο η ευθύνη του παραβάτη ή αδικοπραγήσαντα και δεν μπορεί αυτού του είδους η ευθύνη να καθορίζεται από συμφωνία μεταξύ των μερών. Τέλος, σημαντικό χαρακτηριστικό των αστικών αδικημάτων είναι ότι δίδει δικαίωμα για έγερση αγωγής με σκοπό να ζητούνται αποζημιώσεις ή αποκατάσταση της ζημιάς. Μπορεί, όμως, εκτός από αποζημιώσεις, να ζητείται και κάποια άλλη θεραπεία, όπως έκδοση απαγορευτικού διατάγματος ή αποκατάσταση θύματος δια δημοσίευσης (κυρίως σε περιπτώσεις δυσφήμησης).

V. ΤΑ ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΚΕΦ. 148

Τα αστικά αδικήματα εμφανίζονται αναλυτικά στο Μέρος ΙΙΙ του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148) και συγκεκριμένα στα άρθρα 17 – 60. Στα εν λόγω άρθρα, εκτός από τον ορισμό των αστικών αδικημάτων, τη φύση και έκτασή τους, αναφέρονται σε κάποιες περιπτώσεις και οι υπερασπίσεις που μπορεί να εγερθούν σε περίπτωση αγωγής για το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα. Για παράδειγμα, σε αγωγή για αμέλεια, συνιστά υπεράσπιση, το ότι κάποιος τρίτος επέδειξε αμέλεια και η αμέλεια που επιδείχθηκε από αυτόν ήταν η αποφασιστική αιτία της ζημιάς ή ότι η ζημιά οφειλόταν στην επέλευση ασυνήθιστου φυσικού συμβάντος απρόβλεπτου για το λογικό άνθρωπο και του οποίου οι συνέπειες δεν μπορούσαν να αποτραπούν με την καταβολή εύλογης επιμέλειας.

Τα κυριότερα αστικά αδικήματα είναι το αδίκημα της δυσφήμησης (άρθρα 17 – 24), το αδίκημα της επιζήμιας ψευδολογίας (άρθρο 25), το αδίκημα της επίθεσης (άρθρα 26 – 29), η παράνομη κατακράτηση προσώπου (άρθρα 29 – 31), η κακόβουλη δίωξη (άρθρα 32 – 33), η πρόκληση άλλου σε παράβαση σύμβασης (άρθρο 34), ο αθέμιτος ανταγωνισμός (άρθρο 35), η απάτη (άρθρο 36) η παράνομη κατακράτηση πράγματος (άρθρα 37 – 38), η ιδιοποίηση (άρθρα 39 – 42) η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη και κινητή περιουσία (άρθρα 43 – 44), η δημόσια και ιδιωτική οχληρία (άρθρα 45 – 49), η παρέμβαση στο φως (άρθρο 50), η αμέλεια (άρθρα 51 – 57) και αγώγιμο δικαίωμα για πράξη που προκαλεί θάνατο (άρθρο 58), για αποζημίωση για απώλεια οικείου γνωστή ως bereavement, που είναι χρηματικό ποσό που δίδεται δια νόμου και σήμερα ανέρχεται στο ποσό των Λ.Κ. 10.000 .

VI. ΠΟΙΟΙ ΕΝΑΓΟΥΝ ΚΑΙ ΠΟΙΟΙ ΕΝΑΓΟΝΤΑΙ

Επειδή τα αστικά αδικήματα εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν ιδιωτική διαφορά, μόνο όσοι βλάπτονται ή ζημιώνονται μπορούν να αποταθούν στο Δικαστήριο για αποκατάσταση της βλάβης ή ζημιά που υπέστησαν. Όμως σύμφωνα με αρχή δικαίου η οποία θεμελιώνεται και ως πρόνοια στο Νόμο στο άρθρο 59, ως ειδική υπεράσπιση, δεν μπορεί να αποζημιωθεί κάποιος για ζημιά που υπέστη όταν ο ίδιος εξέθεσε εκούσια τον εαυτό του σε κατάσταση πραγμάτων που προκαλεί αστικό αδίκημα (ο εξ ιδίου αμαρτήματος ζημιούμενος, ού δοκεί ζημιούσθαι). Σε περίπτωση, όμως, που ο ζημιωθείς έχει αποβιώσει, το δικαίωμα ικανοποίησης και αποζημίωσης μεταφέρεται ή και εκχωρείται εκ του νόμου στους διαχειριστές της περιουσίας του, οι οποίοι μπορούν να αποταθούν στο Δικαστήριο για ικανοποίηση της αξίωσης του αποθανόντος. Αναφορικά με τους ανηλίκους, βάσει του νόμου, ανήλικος κάτω των 18 ετών μπορεί να ενάγει ή να εναχθεί ενώ αν ο ανήλικος είναι κάτω των 12 ετών ενάγει αλλά δεν ενάγεται. Το κράτος δύναται να ενάγει και να ενάγεται. Το Σύνταγμα στο άρθρο 172, προνοεί ότι το κράτος ευθύνεται για κάθε ζημιογόνο και άδικη πράξη ή παράλειψη των υπαλλήλων ή αρχών της Δημοκρατίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή κατά την επίκληση της άσκησης των καθηκόντων τους. Νόμος θα καθορίσει τα περί της ευθύνης της Δημοκρατίας, όπως προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά επειδή τέτοιος νόμος δεν έχει θεσπιστεί, εφαρμόζεται ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος. Όλες οι αγωγές εναντίον πράξεων ή και παραλείψεων του κράτους ή και των υπαλλήλων του εγείρονται επ’ ονόματι ή και εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/1960).

VII. ΑΣΤΙΚΑ ΑΔΙΚΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Τα αστικά αδικήματα συνδέονται εκ της φύσεώς τους με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σκοπεύουν στην προστασία της ατομικής προσωπικότητας, προστατεύουν την επέμβαση σε περιουσία, λίβελο, συκοφαντία, δικαίωμα στην υγεία, αμέλεια κτλ. Τα αστικά αδικήματα, «αποκαθιστούν» την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσώπου κατά του οποίου έγινε η παραβίαση που προκάλεσε συγκεκριμένη βλάβη ή ζημιά, μέσω αποζημιώσεων ή αποκατάστασης. Δικαίωμα έγερσης αγωγής προκειμένου να αποκατασταθεί βλάβη ή ζημιά, παρέχεται εκτός από τον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, από το ίδιο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο, προστατεύει στο Μέρος ΙΙ, προστατεύει συγκεκριμένα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα ζωής, η απαγόρευση βασανιστηρίων, το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, το δικαίωμα για προσωπική ζωή, το δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, το δικαίωμα απεργίας και άλλα. Τα εν λόγω ανθρώπινα δικαιώματα, βάσει της νομολογίας μας, παρέχουν απευθείας αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις, δηλαδή, παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, δίδει δικαίωμα στο πρόσωπο που ισχυρίζεται παραβίαση των δικαιωμάτων του, να αποταθεί με αγωγή, στα Επαρχιακά Δικαστήρια και να ζητήσει αποζημιώσεις. Τα αστικά αδικήματα ως είδος του αστικού δικαίου, έχουν άμεση σχέση με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αφού τα αστικά αδικήματα στην πραγματικότητα δεν είναι παρά δικαιώματα που προστατεύουν την προσωπικότητα ή την περιουσία ατόμου και ως εκ τούτου, η μελέτη, εξέταση και επίλυση διαφορών που άγονται στη βάση των αστικών αδικημάτων δεν μπορεί να ολοκληρωθεί και να επιλυθεί επιτυχώς αν δεν ιδωθεί υπό το πρίσμα της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

VIII. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΑΣΤΙΚΩΝ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ

Στην κυπριακή έννομη τάξη υπάρχει νόμος που συμπληρωματικά με οποιονδήποτε ειδικό νόμο, καθορίζει τις περιόδους παραγραφής για ζητήματα τα οποία άπτονται αστικής φύσεως διαδικασίας και οποιεσδήποτε εξαιρέσεις εφαρμογής τους. Πρόκειται για τον περί Παραγραφής Νόμο (Κεφ. 15) όπως έχει τροποποιηθεί. Αυτός ο νόμος δεν επηρεάζει άμεσα τον τομέα των αστικών αδικημάτων, αφού ο ίδιος ο περί Αστικών Αδικημάτων νόμος προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις για τα θέματα της παραγραφής. Το άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου (Κεφ. 148), όπως τροποποιήθηκε, προνοεί για το ζήτημα της παραγραφής των αστικών αδικημάτων και κατά συνέπεια του κωλύματος καταχώρισης αγωγής μετά την παρέλευση του εκ του νόμου χρονικού διαστήματος στο οποίο μπορεί να εγερθεί αγωγή. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο αγωγή για αστικό αδίκημα πρέπει να εγερθεί εντός 3 ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή ή, αν πρόκειται για αδίκημα που προκαλεί νέα ζημιά κατά εξακολούθηση από μέρα σε μέρα, εντός 3 ετών από την κατάπαυση αυτής ή, αν η βάση αγωγής δεν προκύπτει από την τέλεση οποιασδήποτε πράξης αλλά από τη ζημιά που απορρέει από την πράξη αυτή εντός των 3 αμέσως επόμενων ετών μετά που ο ενάγοντας υπέστη τη ζημία ή αν το αστικό αδίκημα δόλια αποκρύφτηκε από τον εναγόμενο, εντός 3 ετών από την ανακάλυψή του από τον ενάγοντα ή από το χρόνο που θα ανακαλύπτετο από αυτό αν κατέβαλλε εύλογη φροντίδα και επιμέλεια. Σε περίπτωση αγωγής για αποζημιώσεις λόγω θανάτου, το άρθρο 58 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει παραγραφή του αδικήματος αν η αγωγή δεν εγερθεί εντός 3 ετών από το θάνατο του αποβιώσαντος. Η παραγραφή των αστικών αδικημάτων, αναστάληκε βάσει του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου (Ν.57/64), λόγω της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε και συνεχίστηκε με την τουρκική εισβολή και κατοχή. Ο εν λόγω νόμος προέβλεπε ότι η περίοδος αναστολής η οποία θα λήξει 3 μήνες μετά την λήξη της έκρυθμης κατάστασης δεν υπολογίζεται στον χρόνο παραγραφής. Χρόνος παραγραφής, βάσει του νόμου, σημαίνει την οποιαδήποτε χρονική περίοδο που καθορίζεται σε νομοθέτημα για έγερση αγωγής. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια για παραγραφή σε αστική διαδικασία δεν ισχύει, μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, λόγω της αναστολής της παραγραφής που επέφερε στην κυπριακή έννομη τάξη ο εν λόγω νόμος. Το 2002 εκδόθηκε ο περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος (Ν.110(Ι)/2002) ο οποίος τίθετο σε εφαρμογή την 1/6/05. Ο εν λόγω νόμος διαφοροποίησε την υφιστάμενη κατάσταση στο ζήτημα της παραγραφής, αφού πλέον με βάση τον εν λόγω νόμο, η αναστολή της παραγραφής έπαυσε να ισχύει και οι πρόνοιες παραγραφής που υπάρχουν σε οποιοδήποτε νομοθέτημα τέθηκαν σε ισχύ από τις 1/6/05. Ως εκ τούτου, αν 3 χρόνια μετά, ήτοι στις 1/6/08, δεν καταχωρηθεί αγωγή για αδίκημα που διαπράχθηκε πριν την 3ετία, τότε το εν λόγω αδίκημα θεωρείται παραγεγραμμένο και καμία αγωγή δεν γίνεται δεκτή για το εν λόγω αδίκημα. Η παραγραφή αστικών αδικημάτων έχει ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα τόσο για τον ενάγοντα όσο και για τον εναγόμενο και η εφαρμογή της νομοθεσίας πρέπει να είναι αυστηρή από όλα τα μέρη για μια δίκαιη δίκη.

Νομική υπηρεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας