Υπόθεση Λαικής: Χρηματική η ποινή στους 4 καταδικασθέντες

Η ποινική υπόθεση της πρώην Λαϊκής τράπεζας, τελείωσε σήμερα και το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, επέβαλε χρηματική ποινή στους 4 καταδικασθέντες, Ευθύμιο Μπουλούτα, Παναγίωτη Κουννή, Νεοκλή Λυσάνδρου και Μάρκο Φόρο.

Το Δικαστήριο επέβαλε στον Ευθύμιο Μπουλούτα, τότε Διευθύνοντα Σύμβουλο του Ομίλου της Λαϊκής, χρηματική ποινή ύψους 150 χιλιάδων ευρώ ενώ στους, τότε, Αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο Παναγιώτη Κουννή, τον μη εκτελεστικό Αντιπρόεδρο Νεοκλή Λυσάνδρου και το μη εκτελεστικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Μάρκο Φόρο χρηματική ποινή ύψους 120 χιλιάδων ευρώ, έκαστος.

Η χρηματική ποινή που επιβλήθηκε στους καταδικασθέντες αφορά μόνο στη δεύτερη κατηγορία, την οποία αντιμετώπιζαν από κοινού, ως προς το αδίκημα των ψευδών και παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Το Δικαστήριο δεν επέβαλε καμία ποινή για την πρώτη κατηγορία, που επίσης αντιμετώπιζαν από κοινού, και η οποία αφορούσε το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς.

Για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς η νομοθεσία προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €350.000 ή και τις δύο αυτές ποινές, ενώ για το αδίκημα των ψευδών και παραπλανητικών στοιχείων προνοεί ως μέγιστη ποινή τη φυλάκιση για 5 έτη ή τη χρηματική ποινή ύψους €341.000 ή και τις δύο αυτές ποινές.

Για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς, το δικαστήριο έκρινε ότι τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ηπιότερου νόμου οπόταν εφαρμόζεται το ανώτατο όριο ποινής φυλάκισης των πέντε ετών με βάση τον μεταγενέστερο ηπιότερο Ν.136(Ι)/16. Η προβλεπόμενη στον τότε εν ισχύι νόμο για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς ήταν φυλάκιση μέχρι δέκα έτη ή χρηματική ποινή μέχρι €100.000 ή και οι δύο αυτές ποινές.

Τα τέσσερα υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας κρίθηκαν ένοχα και στις δύο πιο πάνω κατηγορίες που αντιμετώπιζαν σε σχέση με την απόκρυψη της απομείωσης σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν στα €330 εκ τουλάχιστον και της παράλειψης να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.

Οι καταδικασθέντες είχαν ζητήσει σε προηγούμενη δικάσιμο την επιείκεια του δικαστηρίου ως προς την ποινή που θα τους επιβαλλόταν σήμερα, επικαλούμενοι διάφορους παράγοντες για μετριασμό της ποινής τους.

Για την επιβολή της ποινής, το δικαστήριο έλαβε τελικώς υπόψη τη μη πρόκληση έστω και της παραμικρής ζημιάς στους επενδυτές, τη μη αποκόμιση οποιουδήποτε οφέλους στους Κατηγορούμενους, το μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων μέχρι και το στάδιο επιβολής ποινής, τη μη ποινική δίωξη άλλων εμπλεκομένων στην υπόθεση και την περιορισμένη διάρκεια της αξιόποινης ενέργειας.

Έλαβε επίσης υπόψη την αποχώρηση όλων των Κατηγορουμένων από την Τράπεζα, την απώλεια κάθε δυνατότητας ενασχόλησης τους στον τραπεζικό τομέα, τη μη μη ύπαρξη δυνατότητας διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον, το λευκό ποινικό μητρώο των Κατηγορουμένων και την καλή διαγωγή τους μετά τη διάπραξη αυτών, την ηλικία και τον καλό χαρακτήρα τους, τις προσωπικές τους περιστάσεις και ειδικότερα τα προβλήματα υγείας ατόμων του στενού περιβάλλοντος τους τα οποία καθιστούν αυτούς ως βασικούς προστάτες και τη μεταβολή των προσωπικών τους περιστάσεων από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι το στάδιο επιβολής ποινής.

«Χωρίς να παραγνωρίζουμε ούτε και να υποβαθμίζουμε την σοβαρότητα των αδικημάτων και την ανάγκη επιβολής τέτοιας ποινής η οποία θα δίδει το μήνυμα πως οποιουδήποτε είδους ανέντιμης και μεθοδευμένης παραπλάνησης από πλευράς αξιωματούχων και επαγγελματιών τραπεζικών δεν χωρεί σε ένα τραπεζικό και οικονομικό σύστημα αλλά ούτε και σε ένα ευνομούμενο κράτος δικαίου, οφείλουμε ταυτόχρονα να λάβουμε υπόψιν πως η εγγενής αυτή απαξία των αδικημάτων μετριάζεται στην παρούσα περίπτωση από τη μη πρόκληση ζημιάς στους επενδυτές και τη μη αποκόμιση οποιουδήποτε οφέλους από τους παραβάτες», αναφέρουν οι τρεις δικαστές του Κακουργιοδικείου στην απόφαση τους.

«Σαφώς οι Κατηγορούμενοι ενήργησαν με πρόθεση, η οποία όμως δεν απέφερε οποιοδήποτε έμπρακτο πλεονέκτημα σε οποιονδήποτε εξ αυτών», προστίθεται.

Σημειώνουν πως «η κατάλληλη ποινή με βάση το σύνολο των περιστάσεων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση είναι η χρηματική, το ύψος της οποίας θα αντανακλά όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω».

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του ότι ο κ. Μπουλούτας «διαδραμάτισε πιο σημαίνοντα ρόλο ως προς τις επίδικες οικονομικές καταστάσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους Κατηγορούμενους».

Το Δικαστήριο ξεκαθαρίζει ότι «η συγκεκριμένη αξιόποινη ενέργεια των Κατηγορουμένων ουδόλως σχετίζεται με τη γενικότερη οικονομική εξέλιξη της Τράπεζας και του τόπου μας Έτσι, θα πρέπει να διαχωριστεί η υπό κρίση περίπτωση ως μια ενέργεια η οποία περιορίζεται στις επίδικες οικονομικές καταστάσεις, αφορά στην απομείωση της υπεραξίας και για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο και η οποία τελικώς δεν επέφερε οποιαδήποτε συνέπεια είτε αρνητική στους επενδυτές είτε θετική στους Κατηγορούμενους».

Έκρινε επίσης ότι «η μη προσαγωγή της Τράπεζας ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης δεν ενέχει σημασία και δεν δημιουργεί ανισότητα με τους Κατηγορούμενους καθότι είναι οι ενέργειες των ιδίων που αποδίδονται και ενδεχομένως δημιουργούν ποινική ευθύνη στην Τράπεζα».

Χαρακτήρισε ωστόσο « φυσιολογικό το αίσθημα αδικίας που αισθάνονται οι Κατηγορούμενοι, και ειδικότερα ο Κατηγορούμενος 2(Παναγιώτης Κουννής), εκπορευόμενο ακριβώς από αυτή την ανισότητα και διαφορετική μεταχείριση παραβατών», αναφερόμενο συγκεκριμένα στον δεύτερο Αναπληρωτή Διευθύνοντα Συμβούλο της Τράπεζας Χρίστο Στυλιανίδη, (Μ.Κ.9) και στον πρότινος Προέδρο της Επιτροπής Ελέγχου και Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου στην επίδικη συνεδρία της 29ης Νοεμβρίου του 2011 Κωνσταντίνο Μυλωνά οι οποίοι δεν διώχθηκαν.

«θεωρούμε πως η δίωξη των τεσσάρων Κατηγορουμένων ως μελών του Διοικητικού Συμβουλίου εύλογα δημιουργεί το αίσθημα αδικίας και ανισότητας στη μεταχείριση και αυτό είναι στοιχείο το οποίο θα συνεκτιμηθεί στα πλαίσια επιβολής ποινής», προστίθεται στην απόφαση.

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε το αίτημα των Μπουλούτα και Φόρου όπως τους δοθεί χρόνος μέχρι τις 9 Νοεμβρίου προκειμένου να προβούν σε διευθετήσεις για καταβολή του προστίμου που τους επιβλήθηκε υπό τον όρο της παράδοσης των ταξιδιωτικών τους εγγράφων και την συμπερίληψης των ονομάτων τους στο stop list.

Επίσης, το Δικαστήριο αποδέχτηκε το αίτημα των Κουννή και Λυσάνδρου όπως καταβάλουν το ποσό που τους επέβαλε το δικαστηρίο ως πονή σε έξι μηνιαίες δόσεις των €20,000 με την πρώτη δόση να καταβάλλεται την 1η Δεκεμβρίου.