Κορωνοϊός: Αυτό είναι το υποψήφιο φάρμακο που εμποδίζει τον ιό

Κορωνοϊός: Αυτό είναι το υποψήφιο φάρμακο που εμποδίζει τον ιό

Διεθνής ερευνητική ομάδα,  αναδεικνύει ως υποψήφιο φάρμακο στη θεραπεία της νόσου COVID-19  τη δραστική ουσία απροτινίνη διαπιστώνοντας πως δύναται να μπλοκάρει την είσοδο του κορωνοϊού στα κύτταρα ξενιστές.

Στη θεραπευτική φαρέτρα κατά του κορωνοΐου θα μπορούσε να ριχτεί η απροτινίνη, ανασταλτικός παράγοντας της πρωτεάσης, όπως προκύπτει από διεθνή ερευνητική συνεργασία των Πανεπιστημίων Γκέτε και Κεντ και της Ιατρικής Σχολής του Αννόβερου.

Η προεξέχουσα πρωτεΐνη- ακίδα του SARS-CoV-2 δρα ως πύλη εισόδου του ιού στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω της πρόσδεσης στους πρωτεϊνικούς υποδοχείς ACE2 (μετατρεπτικό ένζυμο της αγγειοτενσίνης-2) στην επιφάνεια του κυττάρου ξενιστή.

Για να καταστεί δυνατή η πρόσδεση, τμήματα της πρωτεΐνης-ακίδα θα πρέπει πρώτα να διασπαστούν από τα ένζυμα του κυττάρου ξενιστή -τις πρωτεάσεις ή προτεϊνάσες.

Σε πειράματα κυτταρικής καλλιέργειας με ποικίλους τύπους κυττάρων, η διεθνής επιστημονική ομάδα -με επικεφαλής τον καθηγητή Jindrich Cinatl του Ινστιτούτου Ιατρικής Ιολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Φρανκφούρτης, τον καθηγητή Martin Michaelis και τον Δρ Mark Wass, αμφότεροι από το Πανεπιστήμιο του Κεντ- διαπίστωσαν ότι ο αναστολέας πρωτεάσης απροτινίνη μπορεί αναστείλει την αντιγραφή του ιού εμποδίζοντας την είσοδό του σε κύτταρα ξενιστές.

Επιπλέον, η απροτινίνη φαίνεται να αντισταθμίζει την επαγόμενη από τον SARS-CoV2 μείωση των ενδογενών αναστολέων πρωτεάσης σε κύτταρα μολυσμένα με τον ιό.

Οι ιοί της γρίπης απαιτούν πρωτεάσες κυττάρων-ξενιστών για την είσοδο στο κύτταρο με ανάλογο τρόπο όπως οι κορωνοϊοί. Στη Ρωσία αερόλυμα απροτινίνης έχει ήδη εγκριθεί για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της γρίπης.

«Τα ευρήματά μας υποδεικνύουν ότι η απροτινίνη είναι αποτελεσματική έναντι του SARS-CoV2 σε συγκεντρώσεις που μπορούν να επιτευχθούν σε ασθενείς. Στην απροτινίνη έχουμε ένα υποψήφιο φάρμακο για τη θεραπεία της COVID-19, το οποίο έχει ήδη εγκριθεί για άλλες ενδείξεις και θα μπορούσε εύκολα να δοκιμαστεί σε ασθενείς» τονίζει ο καθηγητής Jindrich Cinatl.