O παράγοντας «Θρησκεία» στις διεθνείς σχέσεις και θεωρίες συγκρούσεων (Μέρος 1ο)

Γράφει ο Αναστάσης Θεοχαρίδης – Νομικός Σύμβουλος, Διεθνολόγος, Πολιτικός Επιστήμονας

Μεγάλη μερίδα των κοινωνικών επιστημόνων τείνουν να πιστεύουν ότι η σύγκρουση αποτελεί εγγενές και ενδεχομένως θεμιτό συστατικό στοιχείο του κοινωνικού και πολιτικού συστήματος. Παρ ‘όλα αυτά, όταν η σύγκρουση παίρνει βίαιη μορφή και/ή καταλήγει σε απώλεια ανθρώπινων ζωών και/ή υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου, τότε κάθε προσπάθεια νομιμοποίησης τέτοιων βίαιων πρακτικών, αντιμετωπίζει πάρα πολλές επικρίσεις και απορριπτισμό.

Ας προσπαθήσουμε όμως εμπειρικά να διασύνδεουμε τον παράγοντα θρησκεία με τις βίαιες συγκρούσεις, και αν είναι δυνατό να καταλήξουμε σε ένα ασφαλές συμπέρασμα. Οι περισσότερες συγκρούσεις και/ή πόλεμοι ανά το παγκόσμιο, τόσο στο παρόν όσο και το παρελθόν, έχουν τις ρίζες τους σε θρησκευτικές διαφορές. Συνοπτικά θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στον εβραϊκό-ρωμαϊκό Πόλεμο του 1ου αιώνα, στις σταυροφορίες του 11ου αιώνα, έως στον Τριακονταετή Πόλεμο του 17ου αιώνα, στον Ιρλανδικό εμφύλιο του 20ου αιώνα, όπως επίσης και σε πιο πρόσφατες συγκρούσεις στη Σρι Λάνκα, τη Νιγηρία, το Ιράκ, τα Δυτικά Βαλκάνια και το Ισραήλ / Δυτική Όχθη / Γάζα.

Καθ ‘όλη τη μακρά ιστορία της οργανωμένης ανθρώπινης συνύπαρξης, η θρησκεία υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ο οποίος οδηγούσε σε εμφύλιες συρράξεις και/ή περιφερειακούς πολέμους. Παρά το γεγονός ότι, η συντριπτική πλειοψηφία των θρησκειών καταδικάζει τη χρήση βίας και διδάσκει την αγάπη και την ανεκτικότητα προς τους πλησίον μας, οι περισσότεροι πόλεμοι κηρύχθηκαν και οργανώθηκαν από φανατικούς υποστηρικτές διάφορων θρησκευτικών δογμάτων. Οι μελετητές των διεθνών σχέσεων, δύνανται να καταλήξουν σε σημαντικά ευρήματα, αν κατανοήσουν τη στενή σχέση μεταξύ θρησκευτικού φονταμενταλισμού και περιφερειακών συγκρούσεων. Επομένως, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε πώς η χρήση της βίας ενσωματώνεται και/ή νομιμοποιείται σε κάθε θρησκευτική κοινότητα. Για παράδειγμα, η μακρά περίοδος συνεχών συγκρούσεων μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, θα πρέπει να εξεταστεί μέσα σε ένα θεωρητικό πλαίσιο το οποίο να λαμβάνει υπόψη τις πολιτιστικές και θρησκευτικές ιδιαιτερότητες και των δύο λαών. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις πτυχές εκείνες που ασχολούνται με τις παραδοσιακές αντιλήψεις των δύο λαών σχετικά με την ανθρώπινη φύση και το εκάστοτε ιεραποστολικό έργο των πιστών.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε την σιωνιστική αντίληψη για τη σχετική ιερότητα της γης, της ανθρώπινης ζωής, όπως επίσης και την πρωταρχική σημασία που αποδίδεται στα χρηστά ήθη. Καθ ‘όλη τη μακρά παράδοση του Ιουδαϊσμού, είχε δοθεί προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή και την ηθική, τάση ωστόσο η οποία σταδιακά μεταβλήθηκε. Ο Ιουδαϊσμός τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζει μια εμφανή τάση να αποδίδει υπέρτατη προτεραιότητα στην ιερότητα της γης, με μια συνεπακόλουθη ετοιμότητα για ένοπλη σύγκρουση, προκειμένου να προστατεύσει την τελευταία. Από την άλλη πλευρά, όσο περισσότερη προσοχή δίδεται από πλευράς Εβραίων στην προστασία της «ιερής» γης, η Εβραϊκή κοινότητα δύναται να αντιμετωπίσει υπερβολική αντίσταση και/ή βία από την Παλαιστινιακή πλευρά, με άμεσα συνεπακόλουθα την ένταση και την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι δύο λαοί δεν κατάφεραν μέχρι σήμερα να ανακαλύψουν ένα κοινό σημείο πλεύσης και επομένως οποιαδήποτε προσπάθεια για ειρηνική επίλυση των διαχρονικών τους διαφορών, ήταν και είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Στην αντίθετη περίπτωση όμως όπου, η Εβραϊκή κοινότητα αποφασίσει να εγκαταλείψει τον υπέρμετρο ζήλο της για προστασία της όποιας «ιερής» γης, και επιπλέον επανακαθορίσει τις προτεραιότητες του Ιουδαϊκού δόγματος (να δοθεί προτεραιότητα στην ανθρώπινη ζωή), με ταυτόχρονη μείωση του φόβου και της ανασφάλειας μεταξύ των άμαχων πιστών (έλεγχος και/ή περιορισμός των επιθέσεων αυτοκτονίας από μέρους των Παλαιστινίων), τότε θα μπορούσαν ίσως οι δύο λαοί να εργαστούν προς την κατεύθυνση της εδραίωσης της πολυπόθητης ασφάλειας στην περιοχή. Συνεπώς, τα όποια μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο λαών, δεν μπορούν να έχουν θετική κατάληξη εάν δεν ληφθούν σοβαρά υπόψη οι προτεραιότητες της κάθε θρησκευτικής κοινότητας, αναφορικά με τις παγιωμένες τους παραδόσεις περί ηθικών και/ή δεοντολογικών ζητημάτων.

Αναμφισβήτητα, η θρησκεία στο πέρασμα των αιώνων έχει χρησιμοποιηθεί καταχρηστικά για να κινητοποιήσει μια θρησκευτική ομάδα εναντίον κάποιας άλλης. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε ορισμένα παραδείγματα προκειμένου να καταδείξουμε την μεγάλη επιρροή και/ή συμβολή που δύναται να ασκεί η κάθε θρησκεία στο ξέσπασμα συγκρούσεων. Συγκρούσεις, όπως αυτές που έλαβαν χώρα στο Ιράκ και το Σουδάν, εμπερικλείουν μεταξύ άλλων και θρησκευτικούς παράγοντες/διαφορές.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι πιστοί του κάθε δόγματος ανταποκρίθηκαν θετικά στις εκκλήσεις των θρησκευτικών τους αρχόντων να αγωνιστούν για την πίστη και παράδοση τους. Παρόλα αυτά, θα ήταν πολύ αφελές και απλοϊκό να υποθέσουμε ότι στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, θεολογικές και δογματικές διαφορές αποτέλεσαν τις μόνες αιτίες σύγκρουσης. Στο Σουδάν για παράδειγμα, ένας μακροχρόνιος εμφύλιος πόλεμος λάμβανε χώρα μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η κυβέρνηση του Σουδάν προσπάθησε να επιβάλει την υπεροχή του Ισλαμικού Νόμου σε όλα τα στάδια της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας, έστω και αν οι Μουσουλμάνοι αποτελούν την μειονότητα στην χώρα αυτή.

Στη Νιγηρία, η θρησκεία είναι η κυρίαρχη αιτία συγκρούσεων για μια σειρά από διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, οι παραδοσιακές/μονοληθικές απόψεις των μουσουλμάνων πιστών για την δημόσια εξουσία και οργάνωση της χώρας, καθώς και η έλλειψη εμπιστοσύνης στις σχέσεις των τελευταίων με την κοσμική κοινότητα των Χριστιανών, συνέβαλαν αποφασιστικά στην διατήρηση των εντάσεων και/ή συγκρούσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Όσον αφορά τη Σομαλία και το Αφγανιστάν, ένας σημαντικός παράγοντας που παραδοσιακά οδηγεί σε εγχώριες συγκρούσεις, είναι το ακανθώδες ζήτημα «ποιά εκδοχή του Ισλάμ» θα πρέπει να εφαρμοστεί στην χώρα.

Η πρακτική έχει καταδείξει ότι αναβίωση του θρησκευτικού φανατισμού οφείλεται και/ή συνοδεύεται από μια σειρά κοινωνικο-οικονομικών αλλαγών οι οποίες καθορίζουν, κινητοποιούν και συντηρούν τις συγκρούσεις μεταξύ των πιστών. Τούτων καταγραφέντων, οι όποιες εμφύλιες και/ή περιφερειακές συγκρούσεις, θα πρέπει να εξετάζονται παράλληλα με την οικονομική, πολιτική, κοινωνική αλλά και θρησκευτική πραγματικότητα που ισχύει σε μια δεδομένη επικράτεια.

Η συνέχεια στο επόμενο άρθρο…….