Το Περιουσιακό Κώλυμα (Proprietary Estoppel), σύμφωνα με το Άρθρο 4 Κεφ. 224

Το Περιουσιακό Κώλυμα (Proprietary Estoppel), σύμφωνα με το Άρθρο 4 Κεφ. 224 (ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ)

Το κώλυμα αποτελεί κανόνα, με τον οποίο ένας διάδικος εμποδίζεται από το να εγείρει ή να αρνηθεί ένα γεγονός.Πολλοί επίσης υποστηρίζουν, ότι το κώλυμα αποτελεί κανόνα που εμποδίζει ένα διάδικο να αρνηθεί την ύπαρξη μιας κατάστασης γεγονότων, που έχει προβάλει προηγουμένως. Αν και υπάρχουν πολλά είδη κωλύματος, εμείς θα ασχοληθούμε μόνοστο περιουσιακό κώλυμα, το οποίο δημιουργείται ως αποτέλεσμα του εξυπακουόμενου καταπιστεύματος. Το περιουσιακό κώλυμα περιέχει ως βάση αγωγής στο πρόσωπο προς το οποίο έχει γίνει η παράσταση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κωλύματα τα οποία μπορούν να προβληθούν μόνο, ως βάση για υπεράσπιση.

Στην Κύπρο έχει αποφασισθεί ότι δικαιώματα πάνω σε ακίνητη ιδιοκτησία δεν μπορούν να αποκτηθούν με τον κανόνα του κωλύματος, παρά μόνο σύμφωνα με ρητές νομοθετικές διατάξεις. Κατ’ ουσία, περιουσιακό κώλυμα αποτελεί η νομική απαίτηση που μπορεί να εγερθεί, σε σχέση με δικαιώματα ως προς τη χρήση του ακινήτου, από τον ιδιοκτήτη και μπορεί να είναι αποτελεσματικό, σε σχέση με αμφισβητούμενες μεταβιβάσεις ιδιοκτησίας. Σ

την υπόθεση Crabbv. ArunDistrictCouncil:

«…ουσιαστικά αναγνωρίζεται ότι το κώλυμα (και ειδικότερα το εξ υποσχέσεως ή πιο συγκεκριμένα το εξ υποσχέσεως περιουσιακό κώλυμα), μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία αυτόνομης αιτίας αγωγής (τουλάχιστον στο χώρο των περιουσιακών σχέσεων), έχει ακολουθηθεί σε πολλές άλλες υποθέσεις και σε διάφορες χώρες όπου εφαρμόζεται το Κοινοδίκαιο και οι Αρχές της Επιείκειας.»

Για να γίνει κατορθωτή η επίκληση του συγκεκριμένου κωλύματος, θα πρέπει να υπάρχει περιουσιακή απαίτηση, δηλαδή απαίτηση σε σχέση με την απόκτηση συγκεκριμένου περιουσιακού δικαιώματος. Δεύτερη προϋπόθεση για να ισχύσει το περιουσιακό κώλυμα, είναι να έχει δημιουργηθεί κώλυμα εναντίον του άλλου μέρους, λόγω της συμπεριφοράς του ή λόγω των ενεργειών του, που οδήγησαν τον παραπονούμενο στη λήψη τους. Το περιουσιακό κώλυμα θα πρέπει να λειτουργεί εντός καθορισμένων παραμέτρων και να βασίζεται σε κριτήρια σαφέστερα από ότι απαιτείται από το αίσθημα δικαίου ή το κριτήριο της έντιμης και σωστής συμπεριφορά,ς όπως ερμηνεύθηκε από τον Δικαστή Oliver, στην υπόθεση Taylors Fashions Ltd v. Liverpool Victoria Trustees Co Ltd. Ως τελευταία και γενικότερη προϋπόθεση, ορίζεται ότι ο προσφεύγων στο Δικαστήριο, επικαλούμενος οποιοδήποτε από τα δόγματα της επιείκειας, πρέπει να “προσέρχεται με καθαρά τα χέρια” (σχετική με το θέμα υπόθεση – ηαυθεντία D&CBuildersLtdv. Rees)

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΕΒΕΝΤΗ,

Φοιτήτρια  Νομικής Σχολής, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ FREDERICK ΛΕΜΕΣΟΥ

ΠΗΓΕΣ
Nokes, G. D. (Gerald Darce), «An Introduction to Evidence», 3rd Edition, Sweet &Maxwell, London, 1962
Phipson, S. L. (Sidney Lovell), «Manual of the Law of Evidence», 12th Edition, Sweet & Maxwell, U.K., 1976
Crabb v. Arun District Council (1976), Ch. 179.

Πολυβίου Γ. Πολύβιος, «Το Δίκαιο των Συμβάσεων», Τόμος Α’, Εκδόσεις Χρυσαφίνης και Πολυβίου, 2014

Taylors Fashions Ltd v. Liverpool Victoria Trustees Co Ltd (1982) QB 133.

D&C Builders Ltd v. Rees (1966) 2 QB 617.