Παράνομες Συμβάσεις και Κοινοδίκαιο

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Σύμφωνα με το Άρθρο 23 Κεφ 149, σύμβασηείναι παράνομη, εφόσον η αντιπαροχή και/ή ο σκοπός της σύμβασης: 1) απαγορεύεται από Νόμο, 2) καταστρατηγεί Νόμο, 3) συνιστά απάτη, 4) επιφέρει βλάβη, 5) αντίκειται στα χρηστά ήθη.

Η νομολογία του Κοινοδικαίου έχει αναγνωρίσει δύο κατηγορίες παράνομων συμβάσεων και αυτές είναι οι εξής: α) όταν η παρανομία συνίσταται στη δημιουργία/σύναψη της σύμβασης (αυτού του είδους οι παράνομες συμβάσεις είναι πάντοτε άκυρες) και β) όταν η παρανομία δεν συνίσταται στη δημιουργία/σύναψη της σύμβασης, αλλά στο τρόπο εκτέλεσης της τελευταίας (αυτού του είδους οι παράνομες συμβάσεις δύνανται να είναι είτε άκυρες, είτε έγκυρες/με πρόστιμο).

Για να αντιληφθούμε καλύτερα την διαφορά μεταξύ των δύο αυτών κατηγοριών, κρίνεται σκόπιμο όπως ανατρέξουμε, για ακόμη μια φορά, στη νομολογία. Στην υπόθεση Cope v. Rοwlands [1836] 2 M & W 149, τέθηκε το ζήτημα νομιμότητας σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και πελάτη. Ο Ενάγων, που δεν ήταν αδειούχος χρηματιστής, κατεχώρισε αγωγή εναντίον του Εναγομένου, απαιτώντας ένα χρηματικό ποσό, για υπηρεσίες που προσέφερε στο τελευταίο ως χρηματιστής, αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές προς όφελος του. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η σύμβαση ήταν παράνομη και άρα ο Ενάγων δεν μπορούσε να καταφύγει στα Δικαστήρια.

Στην Κυπριακή υπόθεση Aγαθοκλέους Aγαθοκλής Mιχαήλ κ.ά. ν. Nίκης Λάππα, (1998) 1 Α.Α.Δ. 2202, η αρχιτέκτονας που είχε άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος, την οποία όμως δεν ανανέωσε, διεκδικούσε αμοιβή για υπηρεσίες που προσέφερε. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότιη καταστρατήγηση των προνοιών του Άρθρου 12Α(1) του περί Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών Νόμου αρ. 41/62, η οποία προέκυψε από τη μη έγκαιρη ανανέωση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος της εφεσίβλητης, δεν καθιστούσε τη σχετική σύμβαση μεταξύ των διαδίκων παράνομη, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 23 του Κεφ. 149 και, κατ’ επέκταση, άκυρη. Επομένως, η εφεσίβλητη μπορούσε να απαιτήσει την αμοιβή της, έστω και αν παρέλειψε να ανανεώσει την εγγραφή της, στο σχετικό μητρώο επαγγελματιών.

Εκτός από τις παράνομες συμβάσεις, οι οποίες απαγορεύονται ρητά από Νόμο, υπάρχει και εκείνη η κατηγορία παράνομων συμβάσεων, οι οποίες αποκλείονται και/ή απαγορεύονται αποκλειστικά από το Κοινοδίκαιο. Σχετική υπόθεση, ηCooper v Willis (1906) 22 TLR 330. Στην εν λόγω υπόθεση το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ΔΕΝ δύναται να είναι έγκυρη και/ή εκτελεστή, συμφωνία που απαγορεύει σε σύζυγο να αποταθεί στο δικαστήριο για διαζύγιο (τέτοιου είδους συμφωνίες εμπόδιζουν την ορθήκαι απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης).

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να καταγραφεί, ότι στην κατηγορία των παράνομων συμβάσεων ΔΕΝ εμπίπτουν οι συμφωνίες που παραπέμπουν μια διαφορά,σε διαιτησία. Είθισται, σε εμπορικές κυρίως συμφωνίες, να υπάρχει συγκεκριμένη ρήτρα, που να παραπέμπει σε διαιτησία, εάν και εφόσον παραβιαστεί κάποιος όρος της συμφωνίας.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η διαφορά δεν παραπέμπεται σε Δικαστήριο, αλλά επιλύεται με διαιτησία. Τέτοιου είδους πρόνοιες είναι έγκυρες και δεν θα πρέπει να συγχεόνται με άλλους παράνομους όρους, όπως εκείνοι της συμφωνίας των Cooper και Willis (βλέπε ανωτέρω). Σε μια τέτοια ανάλογη περίπτωση διαιτησίας, αν και τα Δικαστήρια χάνουν δικαιοδοσία, η συμφωνία είναι καθόλα νόμιμη και έγκυρη. Ο περί Διατησίας Νόμος (Κεφ. 4), αποτελεί το νομοθετικό πλαίσιο,μέσα στο οποίο ρυθμίζονται αυτού του είδους οι συμφωνίες.

Οι πρόνοιες του Άρθρου 27 (1) Κεφ 149, εμπίπτουν και αυτές στο υπό ανάλυση θέμα, περί παράνομων συμβάσεων.

Το εν λόγω άρθρο προβλέπει, ότι κάθε συμφωνία στο μέτρο που είναι περιοριστική της ελευθερίας προς άσκηση νόμιμου επαγγέλματος, εμπορίου ή οποιασδήποτε φύσης επιχείρησης, είναι άκυρη.

Παρ’ όλα αυτά, εάν πρόσωπο αποφασίζει και πουλάει την εμπορική εύνοια της επιχείρησης του, δύναται να συμφωνήσει να απέχει για ένα διάστημα από συγκεκριμένο επάγγελμα και/ή δραστηριότητα. Ο περιορισμός αυτός για να είναι έγκυρος θα πρέπει να εφαρμόζεται εντός προκαθορισμένων τοπικών και χρονικών πλαισίων (Άρθρο 27 (2) (α) Κεφ 149). Σχετική με το θέμα υπόθεση η Nordenfeltv. TheMaximNordenfeltGunsandAmmunitionCoLtd (1894) HL, στην οποία η Βουλή των Λόρδων έκρινε ότι η απαγόρευση ενάσκησης ανταγωνιστικού επαγγέλματος (σε παγκόσμια κλίμακα), αποτελούσε έγκυρο και λογικό(!) περιορισμό,της εμπορικής δραστηριότητας του κου Nordenfelt.

*Νομικός Σύμβουλος – Δικηγόρος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος