Υπόθεση Τράπεζας Κύπρου: Υπήρχε δυσκολία να κριθεί η ακριβής αξία των ομολόγων

Κατέθεσε σήμερα η τελευταία μάρτυρας και τότε Προϊστάμενη του Τμήματος Οικονομικού και Φορολογικού Σχεδιασμού της Τράπεζας Κύπρου Ελίζα Λειβαδιώτου στην υπόθεση εναντίον της τράπεζας και πέντε πρώην ανώτατων στελεχών της.

Η κ Λειβαδιώτου εξέφρασε  ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας την άποψή της ότι στις 14 Ιουνίου 2012 υπήρχαν ακόμη εκκρεμότητες που δεν δικαιολογούσαν την έκδοση προειδοποίησης κερδοφορίας (profit warning) αλλά ότι έπρεπε το θέμα να τεθεί ενώπιον του ΔΣ για συζήτηση, όπως και εκ των πραγμάτων έγινε με την παρουσίαση του Χρίστη Χατζημιτσή.

«Εγώ προσωπικά θεωρώ ότι στις 14/06/2012 υπήρχαν ακόμη εκκρεμότητες που δεν δικαιολογούσαν profit warning, όμως θεωρώ ότι έπρεπε να τεθεί ενώπιον του ΔΣ ως θέμα συζήτησης, πράγμα το οποίο θεωρώ ότι εκ των πραγμάτων έγινε με τη σχετική παρουσίαση του κ. Χατζημιτσή», ανέφερε η μάρτυρας στο πλαίσιο της κατάθεσής της.

Την ίδια ώρα απαντώντας σε ερωτήσεις της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής Πολίνας Ευθυβούλου είπε ότι σε συνάντηση που είχε με τον κ. Χατζημιτσή το πρωί της 14ης Ιουνίου για ολοκλήρωση της παρουσίασής του προς το ΔΣ «ήμασταν προβληματισμένοι όσον αφορά τα ποσά και τον τρόπο παρουσίασης τους».

Σε ερώτηση αν συζήτησαν οτιδήποτε για θέμα ενημέρωσης του κοινού ή όχι, η κ. Λειβαδιώτου ανέφερε ότι συζητήσαμε το γεγονός ότι υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι που άρχισαν να φαίνονται – ελληνικά ομόλογα, οι προβλέψεις που άρχισαν να μας ανησυχούν – και ότι αν δεν έβαιναν καλώς θα έπρεπε το θέμα να τεθεί, αλλά, όπως είπε, «δεν είχαμε όλη την εικόνα εμείς».

Σε ό,τι αφορά την ηλεκτρονική αλληλογραφία με τον υπεύθυνο για την Τράπεζα Κύπρου από πλευράς EY Ανδρέα Δημητρίου, η μάρτυρας ανέφερε απαντώντας σε ερωτήσεις και της κατηγορούσας Αρχής και των δικηγόρων της υπεράσπισης ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα (email) που έλαβε στις 22 Ιουνίου 2012 από τον κ. Δημητρίου, με το οποίο την πληροφορούσε για την απόφαση της EY πως υπήρχε ενεργός αγορά (active market) σε σχέση με τα νέα ελληνικά ομόλογα, ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία είχε ενημερωθεί ότι οι εξωτερικοί ελεγκτές είχαν καταλήξει σ` αυτό το συμπέρασμα. Είπε ακόμη ότι όταν έλαβε το πρώτο ηλεκτρονικό μήνυμα του κ. Δημητρίου στις 9 Ιουνίου 2012 σε σχέση με τις συζητήσεις που γίνονταν στο εξωτερικό για το αν υπήρχε ή όχι ενεργός αγορά των ομολόγων της είχε προκαλέσει έκπληξη.

Σύμφωνα με νέα ηλεκτρονική αλληλογραφία, η οποία κατατέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη σημερινή διαδικασία την ίδια μέρα στις 1534, η ίδια ετοίμασε και απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στον κ. Χατζημιτσή στο οποίο είχε αναγράψει διάφορα σενάρια που θα έπρεπε να συζητηθούν για τον καθορισμό της εύλογης αλλά και της λογιστικής ταξινόμησής τους.

Συμφώνησε επίσης με υποβολές του Πόλυ Πολυβίου ότι και πάλι υπήρχε δυσκολία να κριθεί η ακριβής αξία των ομολόγων. «Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για όλους μας, δεν υπήρχε αυτονόητη, ξεκάθαρη μέθοδος χειρισμού της», ανέφερε.

Ήταν κάτι, πρόσθεσε, «που το συζητούσαμε συνεχώς». Συμφώνησε επίσης με την υποβολή ότι το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων ήταν κάτι το πρωτόγνωρο που οδήγησε αλυσιδωτά και σε άλλες επιπτώσεις κυρίως σε ό,τι αφορά τις εργασίας της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία λειτουργούσε τότε 188 καταστήματα στη χώρα. Σύμφωνα με την μάρτυρα πριν το 2013 «περίπου το 1/3 του ισολογισμού μας ήταν στην Ελλάδα».

Σε ερωτήσεις για το πότε ξεκαθάρισε το θέμα των ελληνικών ομολόγων και το θέμα των προβλέψεων, ανέφερε ότι μεταξύ 22 και 26 Ιουνίου καθορίσαμε κάποια στιγμή το θέμα των ομολόγων και το άλλο (των προβλέψεων) ξεκαθάρισε στην Επιτροπή Maxi του Συγκροτήματος η οποία έλαβε χώρα στις 26 Ιουνίου 2012.

Η μάρτυρας κατέθεσε και για το θέμα της προετοιμασίας έκδοσης των μετατρέψιμων ομολόγων, λεγόμενων COCOs (contingent convertible bonds) λέγοντας ότι υπήρχε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα. Παρόλο που η ίδια δεν ήταν άμεσα εμπλεκόμενη λάμβανε ηλεκτρονική επικοινωνία για συγκεκριμένους τεχνικούς όρους. «Είχαμε φτάσει στο να συζητούμε λέξεις και κόμματα», είπε, προσθέτοντας ότι για να μπούμε σ` αυτό το θέμα ήταν πολύ προχωρημένη η συζήτηση. Παράλληλα, απαντώντας σε άλλες ερωτήσεις είπε ότι η επαφή της Τράπεζας με την Κεντρική ήταν πολύ συχνή, ιδίως όσο πλησίαζαν τα τεστ αντοχής (stress test).

Για το θέμα της πώλησης των ασφαλιστικών εταιρειών, η μάρτυρας κατέθεσε ότι η ίδια δεν είχε εμπλοκή με το θέμα και δεν γνώριζε τις λεπτομέρειες, δηλαδή τις καταληκτικές ημερομηνίες. Ωστόσο, όπως είπε, γνώριζε «σε γενικές γραμμές ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία». Σε διευκρινιστική ερώτηση της κ. Ευθυβούλου να τοποθετήσει χρονικά αυτή τη γνώση, είπε ότι «ήξερα και στις 14 (Ιουνίου) ότι δεν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία». Διευκρίνισε παράλληλα ότι «αυτά που ήξερα ήταν είτε λόγω το ότι ήμασταν όλοι στον ίδιο χώρο ή μέσω του κ. Χατζημιτσή».

Σε άλλη ερώτηση αν θα ήταν δυνατόν να δώσει από μόνο του μια εικόνα ένα από όλα τα στοιχεία που συνυπολογίζονται για να υπάρξει κατάληξη στο συνολικό ποσό του ελλείμματος, η κ. Λειβαδιώτου απάντησε ότι «αν η κατάσταση αναφέρεται στο ποσό του τελικού ελλείμματος όχι, διότι τα κεφάλαια περιλαμβάνουν όλα τα κομμάτια μαζί». Είναι μαθηματικά, πρόσθεσε.

Σε ό,τι αφορά την Ετήσια Γενική Συνέλευση του συγκροτήματος στις 19 Ιουνίου και συγκεκριμένα την ομιλία του Αντρέα Ηλιάδη και το ότι έκανε αναφορά σε κάλυψη των κεφαλαιουχικών αναγκών κατά 80 – 90% από την Τράπεζα, η κ. Λειβαδιώτου είπε ότι ο κ. Ηλιάδης είχε στείλει προσχέδιο της ομιλίας του στο τμήμα της για τυχόν σχόλια ή / και διορθώσεις. Σύμφωνα με την μάρτυρα, η αποστολή στα αρμόδια τμήματα προσχεδίων ομιλιών για σχόλια ήταν μια πρακτική και η ίδια είχε λάβει προσχέδια ομιλιών και σε προηγούμενα χρόνια. Απαντώντας σε ερωτήσεις κατά την αντεξέτασή της, ανέφερε ότι θυμάται ότι έκαναν σχόλια, αλλά δεν θυμάται τι ακριβώς ήταν το περιεχόμενό τους. Σύμφωνα με τα λεχθέντα, η ίδια δεν έχει εντοπίσει γραπτή επικοινωνία γι’ αυτό και θεωρεί ότι ίσως να προέβηκε σε προφορικά ή χειρόγραφα σχόλια ο κ. Χατζημιτσής, κάτι που συνήθιζε.

Μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης και αντεξέτασης της κ. Λειβαδιώτου με την οποία και έκλεισε η υπόθεση για την κατηγορούσα Αρχή οι συνήγοροι υπεράσπισης έθεσαν εισήγηση ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι δεν αποδείχθηκαν εκ πρώτης όψεως τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι πελάτες τους.

Η επόμενη δικάσιμος ορίστηκε την Τετάρτη, 16 Μαρτίου, στις 0930.