Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία: περιορισμοί και μόνιμη αποστέρηση

Του Αναστάση θεοχαρίδη*

Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία προστατεύεται από το άρθρο 23 του Συντάγματος ΚΔ, προστασία η οποία όμως δεν είναι απόλυτη. Υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, υπάρχει η δυνατότητα στέρησής και/ή περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιοκτησία.

Στέρηση ιδιοκτησίας δεν μπορεί να συντελεστεί παρά μόνο με το μηχανισμό της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 23.4 του Συντάγματος. Αναφορικά με τον περιορισμό του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, αυτός δύναται να επιτευχθεί είτε με επίταξη, αν ο σκοπός είναι η προσωρινή ανάληψη κατοχής συγκεκριμένης ιδιοκτησίας, είτε δυνάμει Νόμου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 23.3 του Συντάγματος ΚΔ.

Σε στενή συνάρτηση με τα πιο πάνω βρίσκεται ο περιορισμός που δύναται να πηγάζει από την νομοθεσία περί Πολεοδομίας, και ο οποίος δεν συνιστά εκ πρώτης όψεως στέρηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Στην περίπτωση όμως όπου τέτοιος περιορισμός καταλήγει σε εκμηδενισμό και/ή εξαφάνιση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, τότε αυτό συνεπάγεται στέρηση ιδιοκτησίας, η οποία μόνο μέσω του μηχανισμού της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, δύναται να επιτευχθεί νόμιμα.

Σύμφωνα με το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος η άσκηση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία δύναται νόμιμα να υποβληθεί σε περιορισμό εάν συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Θέσπιση σχετικού Νόμου (π.χ. ο Περί Πολεοδομίας Νόμος)

(β) Ο περιορισμός του δικαιώματος πρέπει να είναι απολύτως αναγκαίος για τους σκοπούς που αναφέρονται στο (γ).

(γ) Τέτοιος περιορισμός να επιβάλλεται για να εξυπηρετηθεί συγκεκριμένο συμφέρον:

– της δημόσιας ασφάλειας, ή
– της δημόσιας υγείας, ή
– των δημόσιων ηθών, ή
– της πολεοδομίας, ή
– της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.

δ) Αν συνέπεια τέτοιου περιορισμού μειώνεται ουσιωδώς η οικονομική αξία της ιδιοκτησίας, τότε υπάρχει υποχρέωση από μέρους της Αρχής για καταβολή δίκαιης αποζημίωσης το ταχύτερο. Σε περίπτωση διαφωνίας αναφορικά με το ύψος της αποζημίωσης, αυτή ρυθμίζεται και/ή καθορίζεται από Πολιτικό Δικαστήριο.

Το άρθρο 23.8 του Συντάγματος ΚΔ, αναφέρεται εξειδικευμένα στην επίταξη ιδιοκτησίας. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο λοιπόν, οποιαδήποτε ιδιοκτησία δύναται να επιταχθεί υπό της Δημοκρατίας, εάν η επίταξη εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς:

(α) προς εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικά καθοριζομένου από γενικό νόμο περί επιτάξεων

(β) ένας τέτοιος σκοπός θα πρέπει να εξειδικεύεται με αιτιολογημένη απόφαση της Αρχής που αποφασίζει την επίταξη και πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομερώς τους λόγους της επίταξης.

(γ) τέτοια επίταξη δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα τρία χρόνια, και

(δ) καταβολή τοις μετρητοίς, το ταχύτερο, «δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεως καθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου».

Στην περίπτωση του Άρθρου 23.4 του Συντάγματος ΚΔ, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, εφόσον αναφερόμαστε στον μηχανισμό νόμιμης και οριστικής στέρησης του δικαιώματος στην ιδιοκτησία. Οποιαδήποτε κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία ή δικαίωμα ή συμφέρον πάνω σε συγκεκριμένη ιδιοκτησία, δύναται να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά, αν τηρούνται οι αυστηρές ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η απαλλοτρίωση πρέπει να γίνεται είτε από τη Δημοκρατία είτε από Δημοτική Αρχή, είτε από Κοινοτική Συνέλευση, είτε από νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή οργανισμό κοινής ωφελείας.
(β) Η πηγή της εξουσίας της απαλλοτρίωσης είναι ο Νόμος, ο οποίος καθορίζει τους σκοπούς προς εξυπηρέτηση των οποίων θα καταστεί επιτρεπτή η απαλλοτρίωση (Περί Απαλλοτριώσεως Νόμος)
(γ) Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης πρέπει να εξειδικεύεται σε αιτιολογημένη απόφαση της Απαλλοτριούσας Αρχής
(δ) Πληρωμή τοις μετρητοίς και προκαταβολικά, δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης, η οποία σε περίπτωση διαφωνίας, καθορίζεται από Πολιτικό Δικαστήριο.

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, ενώ στην περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, η υποχρέωση της Αρχής που επιβάλλει τον περιορισμό, είναι η καταβολή αποζημίωσης «το ταχύτερο δυνατό», στην περίπτωση της απαλλοτρίωσης, «η προκαταβολική καταβολή της αποζημίωσης» είναι προαπαιτούμενο για την επέλευση του αποτελέσματος της απαλλοτρίωσης, δηλαδή της μεταβίβασης της ιδιοκτησίας στην κυριότητα της Απαλλοτριούσας Αρχή.

Αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ΚΔ, αυτό προβλέπει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η Απαλλοτριούσα Αρχή αποτύχει να εκπληρώσει τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών χρόνων, η Απαλλοτριούσα Αρχή πρέπει να προσφέρει την ιδιοκτησία πίσω στον πρώην ιδιοκτήτη της, στην τιμή στην οποία είχε απαλλοτριωθεί η περιουσία.

Τέλος, το Άρθρο 23.11 του Συντάγματος ΚΔ, προβλέπει πως οποιοσδήποτε άμεσα ενδιαφερόμενος, έχει το δικαίωμα προσφυγής σε Δικαστήριο, σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη του άρθρου 23 του Συντάγματος. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διάταξη αυτή δεν εξουδετερώνει και/ή ακυρώνει τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Στην περίπτωση όπου ο διοικούμενος επιδιώκει αποζημιώσεις και/ή αμφισβητεί αυτές, τότε μια τέτοια διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνον ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου.

*Νομικός Σύμβουλος – Διεθνολόγος – Πολιτικός Επιστήμονας