Το Γραφείο Ευημερίας δεν γνώριζε τις καταγγελίες της 27χρονης μητέρας

Το Γραφείο Ευημερίας δεν γνώριζε για τις καταγγελίες που είχε κάνει στην Αστυνομία η 27χρονη μητέρα που πυροβολήθηκε θανάσιμα από τον εν διαστάσει σύζυγο της το βράδυ της Δευτέρας στη Λεμεσό, σύμφωνα με τη Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας, Τούλα Κούλουμου.

Σε δηλώσεις της σήμερα σχετικά με την υπόθεση, η κ. Κούλουμου είπε ακόμα ότι το θύμα στις επαφές που είχε με λειτουργό του Γραφείου Ευημερίας έκανε γενικές αναφορές για ύπαρξη βίας στην οικογένεια, ωστόσο δεν αναφέρθηκε σε όπλο.

Συγκεκριμένα, σε ερώτηση κατά πόσον οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας είχαν ενημερωθεί από την Αστυνομία για τις απειλές που δεχόταν το θύμα, η κ. Κούλουμου απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι ενημερώθηκαν στις 20 Σεπτεμβρίου από τη λειτουργό που υπηρετούσε στο νοσοκομείο. «Δεν είχαμε (ενημέρωση) από άλλο φορέα» είπε.

Σύμφωνα με τη Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας, στις 20 Σεπτεμβρίου οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας είχαν ενημέρωση από λειτουργό τους στο νοσοκομείο ότι υπήρχαν συζυγικά προβλήματα στη συγκεκριμένη οικογένεια και παρόλο ότι δεν υπήρξε αναφορά για άσκηση βίας η αναφορά αξιολογήθηκε ως «υψηλής προτεραιότητας». Στις 23 Σεπτεμβρίου λειτουργός επισκέφθηκε την οικογένεια και διαπίστωσε ότι όντως υπήρχαν ενδοοικογενειακά προβλήματα για τα οποία το Γραφείο πρότεινε να παρέχει να συμβουλευτική και ψυχοκοινωνική στήριξη, είπε η κ. Κούλουμου.

Ανέφερε στη συνέχεια ότι στις 24, 25 και 26 Σεπτεμβρίου η λειτουργός επικοινωνούσε με τους δύο συζύγους και τους πρότεινε να πραγματοποιηθεί κοινή συνάντηση στο γραφείο της για να συζητήσουν τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων, όμως ο σύζυγος δεν ήταν έτοιμος να ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Γραφείου.

«Η ύπαρξη βίας εντοπίστηκε κατά την επίσκεψη και τη μετέπειτα επικοινωνία της λειτουργού με το ζευγάρι, όχι στην αναφορά που μας έγινε. Στην αναφορά λέγονταν κάποια προβλήματα τα οποία δεν αναφέρονταν σε βία», είπε η κ. Κούλουμου, σύμφωνα με την οποία το θύμα ανέφερε στη λειτουργό ότι δεν ήθελε να προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία.

«Το θύμα είπε ότι δεν θα ήθελε να καταγγείλει τον πατέρα των παιδιών της και ότι θα ήθελε να βρουν άλλους μηχανισμούς να λύσουν τα προβλήματά τους. Γι’ αυτό δέχτηκε τη συνεργασία μαζί μας. Μάλιστα προτείναμε να υπάρχει συνεργασία με ψυχολόγο και ψυχίατρο, το θύμα αποδέχτηκε, δυστυχώς όμως ο πατέρας δεν ήταν έτοιμος διότι παρά το ότι τον καλέσαμε δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί», ανέφερε.

Ερωτηθείσα εάν το θύμα είχε εκφράσει φόβους για τη ζωή της, η κ. Κούλουμου είπε ότι «είχε αναφερθεί σε θέματα βίας, αλλά δεν έκανε αναφορά σε ανησυχία της για το ενδεχόμενο να τη σκοτώσει, αντίθετα, από τις καθημερινές επαφές τις μέρες πριν φύγει για να μετακομίσει στο σπίτι που της παραχωρούσε η μητέρα της, ήταν ότι η κατάσταση ήταν πολύ ήρεμη και δεν υπήρχε καμία διένεξη. Δηλαδή στις 24, 25, 26 και 27 που έφυγε δεν υπήρχε διένεξη μεταξύ τους».

Σύμφωνα με την κ. Κούλουμου, στις 27 Σεπτεμβρίου το θύμα ενημέρωσε τηλεφωνικώς τη λειτουργό ότι έφυγε από το σπίτι και την ίδια ημέρα η λειτουργός την επισκέφθηκε στο σπίτι όπου εγκαταστάθηκε, το οποίο βρισκόταν πίσω από σπίτι της μητέρας της.

Στη συνέχεια, όπως ανέφερε η Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας, είχαν διευθετήσει συνάντηση στις 30 Σεπτεμβρίου, η οποία όμως δεν πραγματοποιήθηκε διότι το θύμα ενημέρωσε τη λειτουργό ότι ήθελε να πάει στην τράπεζα για να εισπράξει το επίδομα τέκνου, και είχαν διευθετήσει άλλο ραντεβού για σήμερα.

Απαντώντας σε ερώτηση, είπε ότι «εμείς δεν γνωρίζουμε τις καταγγελίες στην Αστυνομία» και ότι το θύμα είχε ενημερώσει το Γραφείο Ευημερίας ότι στο παρελθόν υπήρξαν περιστατικά βίας, αλλά δεν ήθελε να κάνει η ίδια καταγγελία στην Αστυνομία γιατί δεν θεωρούσε σωστό να καταδικαστεί και φυλακιστεί ο πατέρας των παιδιών της.

Είπε ακόμα ότι δεν υπήρχε συζήτηση για όπλα μεταξύ της λειτουργού και του θύματος.

«Η συζήτηση αφορούσε γενικά θέματα βίας, διαχρονικά, στη σχέση του ζευγαριού. Δεν υπήρχε όμως συγκεκριμένη αναφορά για την ύπαρξη όπλων κ.λπ. Ήταν απλές αναφορές άσκησης βίας για τις οποίες το θύμα δεν ήθελε να καταγγείλει στην Αστυνομία», είπε η κ. Κούλουμου.

Σε ερώτηση εάν θεωρεί ότι η αστυνομία θα έπρεπε να είχε ενημερώσει το Γραφείο Ευημερίας την ημέρα που προχώρησε στην κατάσχεση του όπλου, η κ. Κούλουμου είπε ότι στις περιπτώσεις άσκησης ενδοοικογενειακής βίας όλοι οι φορείς θα πρέπει να ακολουθούν τις διαδικασίες που καταγράφονται στο εγχειρίδιο διατμηματικών διαδικασιών, βάσει των οποίων οι φορείς οφείλουν να ενημερώνουν ο ένας τον άλλον για περιπτώσεις βίας στην οικογένεια.

Σε σχόλιο δημοσιογράφου ότι ορισμένες φορές επιρρίπτονται ευθύνες στο Γραφείο Ευημερίας ότι δεν απαντά στα τηλέφωνα, η Διευθύντρια του Γραφείου είπε ότι είναι πάρα πολύ εύκολο να κατηγορεί κάποιος και κυρίως έτσι αόριστα. «Εμείς δεν θέλουμε κανένας να μην απαντά τα τηλέφωνα. Γι’ αυτό έχω δώσει ρητές γραπτές οδηγίες. Δεν είναι όλα τέλεια, κάνουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να μπορούμε να ανταποκριθούμε», είπε.

«Ο δικός μου ο ρόλος είναι να προστατεύσω τα συμφέροντα των παιδιών πάνω απ’ όλα. Άρα με βάση αυτό που έχει συμβεί θεωρώ ότι η κυπριακή κοινωνία θα πρέπει να μάθει και να διδαχθεί από αυτό το τραγικότατο συμβάν, ούτως ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε άλλα παρόμοια συμβάντα», ανέφερε η Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας.

Η κ. Κούλουμου κάλεσε τις οικογένειες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες να ζητήσουν επαγγελματική συμβουλή, καθοδήγηση και στήριξη. «Μια βασική αρχή για να βοηθήσεις κάποιον είναι εκείνος να θέλει να πάρει βοήθεια. Δυστυχώς, στην προκειμένη περίπτωση ο πατέρας θέλησε να μη δεχτεί τη δική μας βοήθεια», είπε.

«Άρνηση να βοηθήσει κάποιος τον εαυτό του σημαίνει ότι δεν μπορεί εκείνη τη στιγμή να βοηθηθεί. Εκεί όπου θεωρώ ότι πρέπει να διασφαλίσω το συμφέρον των παιδιών έχουμε άλλα μέτρα που λαμβάνουμε μεταξύ των οποίων και η μετακίνηση των παιδιών.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η οικογένεια πήρε συμβουλευτική καθοδήγηση και η μητέρα αποφάσισε να μετακινηθεί από το σπίτι και αυτό ήταν ένα μέτρο αυτοπροστασίας και προστασίας των παιδιών της», ανέφερε.

Η Διευθύντρια του Γραφείου Ευημερίας είπε ότι τα τρία παιδιά παρακολουθούνται από το Γραφείο Ευημερίας, του οποίου οι λειτουργοί έχουν επί καθημερινής βάσεως επαφές και συναντήσεις με μέλη της οικογένειας μέχρι να αποφασιστεί τι θα γίνει με τα παιδιά.