Τέλος στην ασυλία: Η ώρα των… φόρων για τους ψηφιακούς κολοσσούς

Σαν «ιστορικές» χαρακτηρίζονται ήδη, προτού τεθούν σε πρακτική εφαρμογή και αποτιμηθεί η αποτελεσματικότητά τους, οι δύο πρόσφατες συμφωνίες σχετικά με τη φορολόγηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Η πρώτη συμφωνία είναι μεταξύ των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αφορά στη φορολογική διαφάνεια, δηλαδή την υποχρέωση των πολυεθνικών να φορολογούνται κατά χώρα όπου καταγράφουν κερδοφορία και όχι μόνο στο κράτος όπου δηλώνεται η έδρα τους.

Η δεύτερη συμφωνία υπογράφηκε μεταξύ των υπουργών Οικονομικών των G7, ήτοι των ισχυρότερων εθνικών οικονομιών της υφηλίου (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Καναδάς). Αφορά σε μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία αναλύεται σε δύο πυλώνες: α) Ο πρώτος ταυτίζεται σχεδόν με τη συμφωνία της ΕΕ για την κατά χώρα φορολόγηση και ο β) θέτει ως ελάχιστο φορολογικό συντελεστή επιχειρήσεων το 15%.

Πιο συγκεκριμένα, βάσει του πρώτου πυλώνα της συμφωνίας των G7, κάθε κράτος θα μπορεί να φορολογήσει πολυεθνικές εταιρείες με 20% επί των εσόδων τα οποία παράγονται στην επικράτειά του, υπό την προϋπόθεση ότι το περιθώριο κέρδους της εκάστοτε επιχείρησης είναι από 10% και άνω.

Η συμφωνία επιτρέπει στις χώρες να φορολογήσουν 20% των εσόδων από τις πιο μεγάλες και πιο επικερδείς πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν περιθώριο κέρδους τουλάχιστον 10%. Ωστόσο, στο σημείο αυτό εντοπίζεται, ενδεχομένως, μια «γκάφα», καθώς το κέρδος της Amazon ήταν μόλις 6,3% επί των συνολικών εσόδων της για το 2020 -μια από τις καλύτερες χρονιές για τον κολοσσό του ηλεκτρονικού εμπορίου. Επίσης, το γεγονός ότι στους G7 δεν συμπεριλαμβάνονται τεράστιες αγορές, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι διεργασίες θα έχουν συνέχεια και θα ακολουθήσουν περαιτέρω διαβουλεύσεις, πιθανότατα σε επίπεδο G20.

Όσο για τον δεύτερο πυλώνα, τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15%, είναι ήδη κατά πολύ χαμηλότερος από το 21% που είχε εισηγηθεί -μετ’ επιτάσεως μάλιστα- ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν. Σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης, οι πολυεθνικές που θα επηρεαστούν άμεσα από τον πρώτο πυλώνα, είναι περίπου 100. Πολύ περισσότερες, όμως, περί τις 8.000 είναι εκείνες που θα πιάσει ο δεύτερος πυλώνας, με το ελάχιστο του 15% επί των κερδών τους.

Η συμφωνία της ΕΕ

Ανατροπές στο δημοσιονομικό και επιχειρηματικό τοπίο της Ενωμένης Ευρώπης κυοφορεί η συμφωνία μεταξύ των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της ΕΕ για τη διαφάνεια στη φορολόγηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ανάμεσα στις υπόλοιπες διεργασίες τις οποίες προβλέπεται ότι θα θέσει σε κίνηση, η συμφωνία συνιστά μια ευθεία απειλή για την εθνική οικονομία χωρών όπως η Κύπρος και η Ιρλανδία.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποπειράται να πατάξει την γιγαντιαίας κλίμακας αποφυγή καταβολής φόρων, συνολικού ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ κατ’ έτος, την οποίαν επιτυγχάνουν με διάφορα νομότυπα τεχνάσματα εταιρείες όπως η Amazon, η Google, η Apple κ.α. Το σχέδιο της ΕΕ είναι να υποχρεώσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις να εφαρμόσουν την κατά χώρα δημόσια δήλωση (country-by-country reporting – pCBCR).

Επιγραμματικά, αυτό σημαίνει ότι από το 2023 και εξής οι επιχειρήσεις με ετήσια έσοδα 750 εκατ. ευρώ και άνω, από την παγκόσμια δραστηριότητά τους και συμπεριλαμβανομένων των θυγατρικών τους, θα είναι υποχρεωμένες να δημοσιοποιούν τα στοιχεία της φορολογικής τους δήλωσης, σε μια τυποποιημένη και ευανάγνωστη μορφή. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ακόμη και η Amazon θα αναγκαστεί να καταβάλει τους αναλογούντες φόρους. Ενώ έως σήμερα -σύμφωνα με στοιχεία που επικαλείται η ομάδα των αριστερών Ευρωβουλευτών- η Amazon ισοσκέλιζε τα κέρδη από συναλλαγές στην Ευρώπη με το λειτουργικό κόστος της έδρας της στο Λουξεμβούργο.

Ομως, τέτοιου είδους λογιστικά τρικ δεν θα είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν με τους νέους κανόνες περί διαφάνειας. Μάλιστα, τα φορολογικά στοιχεία θα πρέπει να αναρτώνται σε ειδική ενότητα στην ιστοσελίδα κάθε εταιρείας. Με αυτό το μέτρο, ο καθένας, ακόμη και ο απλός πολίτης, χωρίς να διαθέτει απαραιτήτως εξειδικευμένες γνώσεις λογιστικής ή οικονομικών, θα έχει άμεση πρόσβαση στα πραγματικά δεδομένα και κατ’ ουσίαν στον ισολογισμό των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων.

Στην απαίτηση της ΕΕ για τη φορολογική διαφάνεια συμπεριλαμβάνεται η υποχρεωτική αναγραφή στοιχείων όπως ο ακριβής αριθμός των Ευρωπαίων πολιτών οι οποίοι απασχολούνται ως εργαζόμενοι σε κάθε εταιρεία. Όπως είναι προφανές, η ΕΕ στρέφεται ανοιχτά και εναντίον της συνήθους πρακτικής πολλών επιχειρήσεων να ιδρύουν εικονικές εταιρείες τύπου «σφραγίδα», με έναν απειροελάχιστο αριθμό εργαζομένων, απλώς και μόνο για τη στοιχειώδη κάλυψη των βασικών νομικών προδιαγραφών.

Η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στην Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και το Ευρωκοινοβούλιο για τη φορολογική διαφάνεια των πολυεθνικών ανακοινώθηκε μέσα σε πνεύμα ενθουσιασμού. Η συμφωνία παρουσιάζεται από την ΕΕ σαν μία μεγάλη κατάκτηση και σαν αποφασιστικό βήμα προς τον τερματισμό της ασυδοσίας -ή, έστω, των εξαιρετικών προνομίων- που αποσπούν οι παγκόσμιοι γίγαντες, ιδιαίτερα της ψηφιακής τεχνολογίας. Ωστόσο, στην Κύπρο και την Ιρλανδία, δηλαδή σε χώρες οι οποίες είναι κατ’ εξοχήν ελκυστικές ως έδρες πολυεθνικών επιχειρήσεων, τα νέα μέτρα προοιωνίζονται κατάργηση ενός ιδιαιτέρως προσοδοφόρου καθεστώτος.

Έξωση από τον παράδεισο

Ο φορολογικός συντελεστής για τα έσοδα των επιχειρήσεων στην Κύπρο, την Ιρλανδία και το Λίχτενσταϊν είναι 12,5%, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος για τα κράτη της Ευρωζώνης είναι 22,7%.

Είναι σχεδόν οφθαλμοφανές το γιατί πολλές από τις πιο ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις της σημερινής αγοράς προτιμούν την Ιρλανδία για την εγκατάσταση των ευρωπαϊκών στρατηγείων τους. Και υπό το νέο καθεστώς, η συγκεκριμένη χώρα προβλέπεται να χάσει περί τα 2 δισ. ευρώ ανά έτος. Πέρυσι, μόνο από το φόρο εταιρειών, το ιρλανδικό κράτος είχε έσοδα από φόρους περίπου 12 δισ. ευρώ.

Ο χαμηλός συντελεστής εξηγεί το φαινόμενο των «φορολογικών παραδείσων» οι οποίοι, σε κάποιο μέτρο, δημιουργήθηκαν ακόμη και εντός επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βεβαίως, το όλο ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο από ό,τι αφήνει να εννοηθεί η απλή σύγκριση μεταξύ φορολογικών συντελεστών. Διότι εκτός από τον απόλυτο αριθμό, ελκυστική για τις πολυεθνικές καθίσταται μια συγκεκριμένη χώρα όταν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι ποικίλουν, από την πολιτική σταθερότητα, το βιοτικό επίπεδο, τις συνθήκες ασφάλειας, φτάνοντας έως τη γεωγραφική θέση, το κλίμα κ.ο.κ. Εάν λαμβανόταν υπόψιν αποκλειστικά και μόνον ο συντελεστής, τότε η Ιρλανδία δεν θα ήταν προτιμότερη πχ από την Ουγγαρία ή τη Βουλγαρία. Σε αυτές τις χώρες οι επιχειρήσεις φορολογούνται με 9 και 10% αντιστοίχως.

Η επιλογή ενός τόπου ως ιδανικού για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε ευνοϊκό για τις πολυεθνικές φορολογικό περιβάλλον εξαρτάται επίσης από την ερμηνεία της κατά τόπους νομοθεσίας. Το τι ακριβώς συμπεριλαμβάνει ο φορολογικός συντελεστής μεγάλων επιχειρήσεων δεν είναι κάτι ενιαίο και αυτονόητο. Εξού και χώρες με υψηλό -ονομαστικά- συντελεστή, όπως πχ η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (25%) φιλοξενούν πλήθος πολυεθνικών.

Ταυτόχρονα, τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από τον ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης), ασκούνται έντονες πιέσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενιαία φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών, οπουδήποτε και εάν δηλώνουν την έδρα των δραστηριοτήτων τους. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι όντως σημαντική η πρωτοβουλία της ΕΕ να αυξήσει την πίεση για μεγαλύτερη φορολογική διαφάνεια. Στην πράξη δηλώνει την πρόθεσή της να σταματήσει να κάνει τα στραβά μάτια στα λογιστικά τερτίπια που διαρκώς εφευρίσκουν οι εταιρείες προκειμένου να εμφανίζουν κατακερματισμένα κέρδη σε παραρτήματα, θυγατρικές κ.λπ., αποφεύγοντας με νομιμοφανή τρόπο την απόδοση φόρων. Το ερώτημα είναι όμως εάν όσα κάνει η ΕΕ το 2021 είναι αρκετά για να βάλει σε τάξη το φορολογικό τοπίο, χωρίς να μετατρέψει την Ενωμένη Ευρώπη σε μια ζώνη αφιλόξενη ως προς την επιχειρηματική ανάπτυξη. Η Ευρωπαϊκή Αριστερά, πάντως, θεωρεί ανεπαρκή τα νέα μέτρα.

Ενστάσεις και «παράθυρα»

Η Μανόν Ομπρί, μία από τις δύο προέδρους της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς (GUE/NGL) στην Ευρωβουλή επισημαίνει ότι «η συμφωνία για τη φορολογική διαφάνεια είναι πολύ απογοητευτική, διότι αφήνει απ’ έξω πάνω από το 80% των χωρών του κόσμου. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι μεγαλύτεροι φορολογικοί παράδεισοι, όπως οι Μπαχάμες, η Ελβετία και οι Νήσοι Κέιμαν. Πώς γίνεται να προσποιούμαστε ότι θα πατάξουμε την αποφυγή της φορολόγησης με τόσο περιορισμένη συλλογή στοιχείων;»

Η παρατήρηση της Ομπρί δεν εντάσσεται σε μια γενικότερη τακτική τυφλής αντιπολίτευσης σε οτιδήποτε προωθείται από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της ΕΕ. Η 32χρονη Γαλλίδα πολιτικός εντοπίζει ένα υπαρκτό και σημαντικό κενό στη συμφωνία για τους όρους φορολόγησης των πολυεθνικών: Η συμφωνία ανάμεσα στα τρία κύρια θεσμικά όργανα της ΕΕ περιορίζεται στην απαίτηση διαφάνειας μόνο για τις ευρωπαϊκές δραστηριότητες των πολυεθνικών.

Από το παρασκήνιο των διαβουλεύσεων διαρρέει ότι η πλευρά του Ευρωκοινοβουλίου επέμενε ότι, στην εκστρατεία για την εξυγίανση της φορολόγησης των πολυεθνικών, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν και οι εκτός Ευρώπης «παράδεισοι». Αυτό τον όρο, ωστόσο, αρνήθηκαν να τον δεχτούν κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με μεγάλη επιρροή στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ο συμβιβασμός προ της τελικής συμφωνίας επετεύχθη με μια υποχώρηση εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου. Το οποίο δέχτηκε να τεθεί όρος στις πολυεθνικές να εκθέτουν γενικά και όχι αναλυτικά στοιχεία για την εκτός Ευρώπης δραστηριότητά τους.

Εάν όμως οι υπό έλεγχον εταιρείες έχουν συναλλαγές που καταγράφονται σε χώρες από τη «μαύρη λίστα» της ΕΕ, όπως πχ η Τουρκία, ο Παναμάς, η Αυστραλία, οι Παρθένες Νήσοι κ.α. τότε θα πρέπει να αποδίδεται λεπτομερής έλεγχος. Επιπλέον, σαν δείγμα καλής θέλησης, η ΕΕ παραχωρεί στις πολυεθνικές το δικαίωμα να μην δημοσιοποιούν οικονομικά στοιχεία μίας ολόκληρης πενταετίας, για λόγους διασφάλισης ευαίσθητων δεδομένων έναντι του ανταγωνισμού.

Εξετάζοντας ένα προς ένα τα «παραθυράκια» που μένουν ορθάνοιχτα από τη νέα συμφωνία της ΕΕ, η «Παγκόσμια Διαφάνεια» (Transparency International), μια διεθνής Μη Κυβερνητική Οργάνωση η οποία λειτουργεί σαν παρατηρητήριο για το συγκεκριμένο ζήτημα, αποφαίνεται ότι η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφ’ ενός καθυστέρησε υπερβολικά να αναληφθεί, αφ’ ετέρου είναι κενή νοήματος, καθώς στην πράξη επιτρέπει στις πολυεθνικές να διατηρήσουν μακριά από την απόχη της εφορίας και το βλέμμα του κοινού το μεγαλύτερο μέρος των ανά τον πλανήτη δραστηριοτήτων τους.

Η γκρίνια της αριστεράς, των ΜΚΟ και όλων όσοι αντιμετωπίζουν με επιφυλάξεις τη συμφωνία περί φορολογικής διαφάνειας, ουδόλως πτοούν τους επικεφαλής της προσπάθειας εκ μέρους της ΕΕ. Ο Σβεν Γκίεγκολντ, Γερμανός Ευρωβουλευτής με την ομάδα των Πρασίνων και μέλος της ειδικής επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου για τα δημοσιονομικά και τη φορολογία, επιμένει ότι «η συμφωνία για τη διαφάνεια είναι ένα βήμα προς τα εμπρός. Το μεγαλύτερο κομμάτι της φοροδιαφυγής συμβαίνει εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τον Ιανουάριο του 2021 το Ευρωκοινοβούλιο έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι 6 από τους 20 μεγαλύτερους φορολογικούς παραδείσους στον κόσμο βρίσκονται σε χώρες της ΕΕ. Μάλιστα, τα Νο.1 και 2 σε αυτή τη λίστα είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το 80% των κερδών που διακινούνται εσωτερικά από τις πολυεθνικές εταιρείες, καταλήγουν σε ευρωπαϊκούς φορολογικούς παραδείσους».

Από την πλευρά των κύριων πρωταγωνιστών της όλης υπόθεσης, δηλαδή των πολυεθνικών, μέχρι στιγμής τηρείται διπλωματική στάση και οι αντιδράσεις διοχετεύονται στο lobbying, παρόλον ότι η συμμόρφωση με τους νέους κανονισμούς της ΕΕ θα κοστίσει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ σε καθέναν από τους εταιρικούς γίγαντες. Πιθανώς επικρατεί η άποψη ότι το κρυφτό με την εφορία είναι μια πάγια συνθήκη, υπήρχε και θα υπάρχει -απλώς από το 2023 και πέρα θα παίζεται με διαφορετικούς όρους.

Οπως και εάν εξελιχθεί η αναμέτρηση των πολυεθνικών με τις αρχές της ΕΕ, το αδιαμφισβήτητο γεγονός παραμένει ότι η φορολογική διαφάνεια και ένας πιο δίκαιος καταλογισμός φόρων συνιστούν ζητήματα τα οποία απασχολούν έντονα την εκτελεστική εξουσία σε όλο τον κόσμο.