Σύφιλη: Συμπτώματα, διάγνωση, θεραπεία, πρόληψη

  • Η άμεση αντιμετώπιση από το θεράποντα ιατρό μπορεί να προλάβει την εξέλιξη της νόσου και να σώσει ζωές

*Του Δρα Ηλία Μπούτη

Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ) αποτελούν μείζονος σημασίας πρόβλημα για τη δημόσια υγεία σε πολλές χώρες, καθώς σε ένα μεγάλο ποσοστό των περιπτώσεων δεν εκδηλώνονται συμπτώματα. Τα ΣΜΝ μεταδίδονται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και οφείλονται είτε σε μικρόβια, όπως συμβαίνει με τη σύφιλη, τη βλεννόροια, τη γονοκοκκική ουρηθρίτιδα, τα χλαμύδια και το μυκόπλασμα, είτε σε ιούς, όπως του απλού έρπητα, της ηπατίτιδας Β και C, του HIV που προκαλεί AIDS και του HPV. Εν προκειμένω, θα γίνει αναφορά στη σύφιλη – ένα από τα πολύ συχνά εμφανιζόμενα νοσήματα σε παγκόσμια κλίμακα. Η σύφιλη προκαλείται από τη σπειροχαίτη Treponera pallidum ή ωχρά Σπειροχαίτη, έναν μικροοργανισμό που μεταδίδεται κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής. Επίσης μπορεί να μεταδοθεί και στο έμβρυο από τη μητέρα του, μέσω του πλακούντα.

Κλινική εικόνα – Συμπτώματα

Στην πρωτοπαθή σύφιλη αναπτύσσεται έλκος στα γεννητικά όργανα ή περιπρωκτικές ή ορθικές θέσεις, ενώ σπάνια μπορεί να παρουσιαστεί σε εξωγεννητικές θέσεις. Στην αρχή η αλλοίωση είναι μία βλατίδα που έπειτα σπάζει για να προκληθεί μία σκληρή ανώδυνη βλάβη («σκληρό» έλκος). Το έλκος παραμένει για περίπου 6 εβδομάδες και έπειτα υποστρέφεται, ενώ οι επιχώριοι λεμφαδένες διογκώνονται.

Η δευτεροπαθής σύφιλη εμφανίζεται 6 – 8 εβδομάδες μετά το πρωτοπαθές στάδιο. Μπορεί να υπάρχουν γενικά συμπτώματα μίας λοίμωξης, όπως καταβολή, πυρετός, πονοκέφαλος και πονόλαιμος. Eμφανίζεται ένα εκτεταμένο, μη κνησμώδες κηλιδοβλατιδώδες εξάνθημα και συχνά γενικευμένη λεμφαδενοπάθεια. Μερικοί ασθενείς εμφανίζουν έλκη στο στόμα. Ο ασθενής κατά το πρωτοπαθές και δευτεροπαθές στάδιο είναι δυνητικά μολυσματικός.

Στο 1/3 των ασθενών χωρίς θεραπεία, η ανοσιακή απάντηση του οργανισμού φαίνεται να εξουδετερώνει τη λοίμωξη, ενώ οι υπόλοιποι ασθενείς μεταπίπτουν στη λανθάνουσα μορφή κατά την οποία η δευτεροπαθής σύφιλη έχει βαθμιαία υποχωρήσει, ο ασθενής εμφανίζει κλινική βελτίωση, αλλά συνεχίζει να έχει συφιλιδική λοίμωξη. Μερικοί ασθενείς μπορεί να έχουν λανθάνουσα σύφιλη για 3 – 30 χρόνια πριν εκδηλωθεί η τριτοπαθής σύφιλη, ενώ άλλοι μπορεί να μην αναπτύξουν ποτέ κάποια από τις όψιμες επιπλοκές της λοίμωξης. Η τριτοπαθής και τεταρτοπαθής σύφιλη αποτελούν τα όψιμα στάδια της σύφιλης.

Στην τριτοπαθή σύφιλη οι πρώτες επιπλοκές συμβαίνουν 3-30 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη και συνήθως αφορούν το δέρμα και τους υποδόριους ιστούς, τους βλεννογόνους του ανωτέρου αναπνευστικού, τα οστά και τις αρθρώσεις προκαλώντας τις αρθρώσεις Charcot.

Η τεταρτοπαθής σύφιλη μπορεί να συμβεί 5 – 30 χρόνια μετά την αρχική λοίμωξη, με σοβαρές επιπλοκές στο καρδιαγγειακό ή το κεντρικό νευρικό σύστημα (Κ.Ν.Σ.), όπως ψυχικές ασθένειες και παράλυση.

Εργαστηριακή διάγνωση

Η εργαστηριακή διάγνωση της σύφιλης βασίζεται κυρίως στις ορολογικές δοκιμασίες, VDRL (Veneral Disease Research Laboratory), RPR (Rapid Plasma Reagin), TPHA (Δοκιμασία αιμοσυγκόλλησης με T. Pallidum) και FTA – ABS (Fluorescent Treponemal antibodies – absorbed test) – μια δοκιμασία έμμεσου ανοσοφθορισμού. Η FTA – ABS μπορεί να ανιχνεύει IgG ή IgM αντισώματα. IgM αντισώματα ανιχνεύονται σε περιπτώσεις πρόσφατης λοίμωξης, ενώ IgG αντισώματα εμφανίζονται αργότερα και παραμένουν ακόμη και σε περιπτώσεις που έχουν θεραπευθεί.

Η VDRL και RPR είναι δοκιμασίες αρχικού ελέγχου (screening tests). Και οι δυο αυτές εξετάσεις έχουν υψηλά ποσοστά ψευδών θετικών αποτελεσμάτων. Για το λόγο αυτό, πρέπει να ακολουθείται επιβεβαιωτική δοκιμασία, όπως η TPHA και τα FTA–ABS. Οι εξετάσεις αυτές προσδιορίζουν τα ειδικά αντισώματα έναντι του T. pallidum. Ειδικά η εξέταση FTA – ABS είναι η πιο ευαίσθητη δοκιμασία που χρησιμοποιείται για την διάγνωση της σύφιλης. Η εξέταση αυτή θα παραμείνει θετική εφόρου ζωής, ακόμη και αν ο ασθενής πάρει την κατάλληλη θεραπεία.

Θεραπεία

Οι ασθενείς θα πρέπει αμέσως μετά τη διάγνωση, να συμβουλευτούν το θεράποντα ιατρό τους για τη λήψη θεραπείας. Η σύφιλη θεραπεύεται αποτελεσματικά με αντιβιοτικά, ωστόσο πρέπει να γίνεται επανέλεγχος εξετάσεων στους 3, 6, 12 και 24 μήνες μετά τη διάγνωση της νόσου, για να διαπιστωθεί η εξάλειψη της λοίμωξης. Μετά το τέλος των 24 μηνών συνίσταται να γίνεται εξέταση κάθε χρόνο, καθώς είναι πιθανό να μολυνθεί εκ νέου ο οργανισμός. Είναι απαραίτητο να αποφεύγεται η σεξουαλική επαφή, έως ότου δύο διαδοχικές ορολογικές δοκιμασίες δείξουν ότι η λοίμωξη θεραπεύτηκε.

Πρόληψη

Η ελλιπής ενημέρωση για τα ΣΜΝ προκαλεί αγκάθι στη διασφάλιση της δημόσιας υγείας στη χώρα μας. Η κοινωνία συχνά παρουσιάζει απορριπτική στάση προς τους φορείς και τους ασθενείς με ΣΜΝ, δυσχεραίνοντας έτσι την προσπάθεια για ανίχνευση και αντιμετώπιση, καθώς αποφεύγονται προληπτικές και διαγνωστικές εξετάσεις, υπό τον φόβο του κοινωνικού αποκλεισμού. Η παρακολούθηση και η συμβουλευτική ιατρική τόσο του υγιούς ατόμου όσο και του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό κρίνεται ύψιστης σημασίας για την προαγωγή της υγείας. Ο ετήσιος έλεγχος Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων σε διαπιστευμένο χημείο με ISO κρίνεται εξίσου απαραίτητος, καθώς η έγκαιρη διάγνωση με επικύρωση αποτελεσμάτων από ιατρούς μικροβιολόγους και βιοπαθολόγους και φυσικά η άμεση αντιμετώπιση από το θεράποντα ιατρό μπορεί να προλάβουν την εξέλιξη της νόσου, αλλά και να σώσουν ζωές.

Για να μειωθεί ο κίνδυνος μετάδοσης ΣΜΝ, συνίσταται πάντα η χρήση προφυλακτικού latex σε κάθε σεξουαλική επαφή. Τα προφυλακτικά είναι αποτελεσματικά όταν χρησιμοποιούνται από την αρχή της ερωτικής πράξης, είναι ακέραια, καλής ποιότητας και δεν έχουν εκτεθεί για πολύ καιρό στο φως ή στη ζέστη. Η πρόληψη και η αποφυγή μετάδοσης ΣΜΝ αποτελεί προσωπική ευθύνη του καθενός.

* Βιοπαθολόγος – Μικροβιολόγος, μέλος της Ιατρικής ομάδας του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ στην Κύπρο