Συνταγματικότητα φόρου ακίνητης ιδιοκτησίας

Του Δημοσθένη Στεφανίδη*

Σύμφωνα με το Άρθρο 24(1) του Συντάγματος «Έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού», διάταξη η οποία αποπνέει τη φορολογική δικαιοσύνη και την επιβολή του φόρου ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα (ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ v. ΑΝΤΡΕΑ Κ. Χ”ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ (1994) 3 Α.Α.Δ 401), με τη φορολογία να μη πρέπει να ορίζεται αυθαίρετα αλλά να εκτιμάται η φοροδοτική ικανότητα του ατόμου (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΚΟΥΤΑΡΗΣ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3Ε Α.Α.Δ 3767).

Κάθε φορολογούμενος θα πρέπει να συνεισφέρει ανάλογα με τις πραγματικές του δυνάμεις, με τη φοροδοτική του ικανότητα να νοείται ως πραγματική και υφισταμένη οικονομική δυνατότητα και όχι ως πλασματική (Διοικ. Πρωτ. Αθ. 8990/1987 (Μονομ.), κ.α).

Όταν λοιπόν κάποιος, που έχει ελάχιστο εισόδημα, έχει π.χ. αρκετά ακίνητα από τα οποία όμως δεν αντλεί οικονομική ωφέλεια, τότε εκτιμώ ότι γεννάται μέγιστο ζήτημα αντισυνταγματικότητας του νόμου στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας τη γενική αρχή του δικαίου ότι ουδείς υποχρεούται στα αδύνατα (Ειρηνοδικείο Άρτας 16/2014) και την αρχή του κράτους δικαίου αλλά και στο ότι η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνον εάν και στον βαθμό που υφίσταται φοροδοτική ικανότητα στην πραγματική ύπαρξη της τελευταίας οφείλει, σε κάθε περίπτωση, να αποβλέπει ο κοινός νομοθέτης (απόφαση 293/2014 του Αρείου Πάγου της Ελλάδας αναφορικά με το λεγόμενο «χαράτσι της Δ.Ε.Η.»).

Παράλληλα, σημειώνω ότι κρίθηκε ότι για να είναι συνταγματικά ανεκτή η φορολόγηση της περιουσίας θα πρέπει η κατοχή της να συνδέεται και με παραγωγή εισοδήματος (απόφαση Γαλλικού Συνταγματικού Συμβουλίου, ημ. 29.12.1998).

Απόλυτα σχετική και η απόφαση 37/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου στην οποία αναφέρθηκε ότι «πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν συγκεκριμένα πρόσωπα, των οποίων η ζωή ανατρέπεται άρδην και τα οποία θυσιάζονται, χάριν των οικονομικών στοχεύσεων της Κυβέρνησης και της περιστολής των κρατικών δαπανών, που αναγορεύονται σε σκοπούς υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, θέτοντας στο περιθώριο τον άνθρωπο ή μετατρέποντας αυτόν σε μέσο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού».

Συναφώς, ως προς την αρχή του δικαίου ότι κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατ στην απόφαση 16/2014 του Ειρηνοδικείου Άρτας λέχθηκε ότι «Κατά συνέπεια, οι μηνιαίες καταβολές του αιτούντος προς τις καθώνπιστώτριές του ορίζονται μηδενικές, δεκτού γενομένου του σχετικού αιτήματος, με οριστική απαλλαγή του χωρίς επαναξιολόγηση, αφού δεν πρόκειται να βελτιωθεί η οικονομική του κατάσταση, ενώ η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων θα οδηγούσε σε εξαθλίωση του οφειλέτη αιτούντος, γεγονός το οποίο θα παραβίαζε τη γενική αρχή του δικαίου κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΑΠ 288/2000 ΔΕΕ 2000, σελ. 743)».

Σημειώνεται μάλιστα ότι «η φορολογία αποτελεί το σημαντικότερο μέσο που διαθέτει το κράτος για την αντιμετώπιση του κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος της ανισοκατανομής του πλούτου» (Βουλή των Ελλήνων, Β΄ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ, ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ «Έκτακτη οικονομική ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης, έκτακτη εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας και άλλες διατάξεις».

*Δικηγόρος,  με ειδίκευση στο Διοικητικό και Συνταγματικό δίκαιο

stefanides