Συνεχίστηκαν οι αγορεύσεις στο Ανώτατο των προσφυγών για το Eurogroup

Με τις αγορεύσεις δικηγόρων που έχουν καταχωρήσει προσφυγές εναντίον του διατάγματος 104/2013, που αφορά στη Λαϊκή Τράπεζα, συνεχίστηκε σήμερα ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η προδικαστική διαδικασία.

Κατά τη σημερινή δικάσιμο, οι δικηγόροι συνέχισαν την επιχειρηματολογία τους εναντίον της ένστασης του Γενικού Εισαγγελέα Πέτρου Κληρίδη ότι, μεταξύ άλλων, το διάταγμα συνιστά επέκταση «πράξης Κυβερνήσεως» και δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου.

Έγινε αναφορά για παραδοχή από την πλευρά του Γενικού Εισαγγελέα ότι το διάταγμα επηρεάζει άμεσα τα δικαιώματα των πολιτών. Προτάθηκε το επιχείρημα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας παραδέχθηκε, κατά την άποψη των δικηγόρων, ότι το διάταγμα είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Παράλληλα, τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου η άποψη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στην έννοια του κράτους δικαίου.

Ένας εκ των δικηγόρων αναφέρθηκε σε περιγραφή του Eurogroup από την ιστοσελίδα του ότι πρόκειται περί άτυπου οργάνου. Παράλληλα, απαντώντας σε διευκρινιστική ερώτηση του δικαστηρίου κατά πόσο η παρέμβαση έγινε στα πλαίσια ιδιωτικού δικαίου, απάντησε αρνητικά, λέγοντας ότι στην ουσία με το διάταγμα τίθεται η σχέση των καταθετών με τις τράπεζες έξω από το πλαίσιο του εταιρικού δικαίου.

Προτάθηκε η θέση ότι θα ήταν αδιανόητο να μην νομιμοποιούνται οι καταθέτες να ελέγχουν τη νομιμότητα της πράξης αυτής.

Άλλο επιχείρημα που ακούστηκε, με υποστήριξη νομολογίας και συγγραμμάτων, είναι ότι γενικά η αποδοχή της έννοιας της «πράξης Κυβερνήσεως» τείνει να εξαλειφθεί, καθώς και ότι δεν είναι όλες οι πράξεις εκτελέσεως διεθνών συμφωνιών «πράξεις Κυβερνήσεως». Έγινε επίσης λόγος για «αποσπασθείσες πράξεις» σύμφωνα με αμερικανική νομολογία που παρατέθηκε.

Από άλλους δικηγόρους τέθηκε θέμα παραδοχής, κατά τους ίδιους, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου ότι το ταμείο για την προστασία των καταθετών δεν διέθετε αρκετούς χρηματικούς πόρους για να καλύψει τους προστατευμένους καταθέτες. Παράλληλα, προτάθηκε ο ισχυρισμός ότι η απόφαση του Eurogroup δεν αποτελεί συμφωνία, αλλά κάποιες απαιτήσεις και κάποιους όρους που δεν αφορούν τις τράπεζες.

Προβλήθηκε ακόμη το επιχείρημα ότι το ίδιο το προκαταρκτικό Μνημόνιο, το οποίο έχει καταθέσει στο Δικαστήριο ο Γενικός Εισαγγελέας, παραπέμπει σε πρόταση οδηγίας της Κομισιόν, το κείμενο της οποίας σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και πρωτίστως το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Στο σημείο αυτό ο Πέτρος Κληρίδης διευκρίνισε ότι το προκαταρκτικό Μνημόνιο συμπεριλαμβάνεται στα έγγραφα που κατέθεσε για ‘χάριν της ιστορίας’ μόνο και ότι από το τελικό Μνημόνιο έχει συμπεριληφθεί μόνο η πρώτη σελίδα.

Κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων αρκετές φορές ο Προεδρεύων της Ολομέλειας Δικαστής Δημήτριος Χατζηχαμπής παρενέβη, ζητώντας από τους δικηγόρους να μην υπεισέρχονται στην ουσία των προσφυγών αλλά να περιορίσουν εαυτούς στην προδικαστική διαδικασία.

Άρχισε επίσης η εξέταση άλλης προσφυγής που αφορά στα διατάγματα 94, 97 και 104 του 2013. Ο Γενικός Εισαγγελέας ανέφερε ότι η προσφυγή δεν είναι σύμφωνη με τον Κανονισμό 4 του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, γιατί, μεταξύ άλλων, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένη τράπεζα. Μετά από αίτημα του δικηγόρου της εν λόγω προσφυγής, το Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και επέτρεψε να γίνει τροποποίηση του λεκτικού της προσφυγής, ώστε να αναγράφεται το όνομα της Λαϊκής Τράπεζας.

Ενώπιον του Ανωτάτου παραμένουν πληθώρα άλλων προσφυγών που αφορούν και τα διατάγματα που έχουν σχέση με την Τράπεζα Κύπρου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου συνέρχεται εκ νέου αύριο στις 10.30.