Στο όριο της φτώχειας το 33,3% των Ιταλών και το 15,8% των Γερμανών

Η μάστιγα της φτώχειας πλήττει την Ιταλία, την τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρώπης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της καθολικής ανθρωπιστικής οργάνωσης “Caritas”  η βοήθεια προς τους φτωχούς αυξήθηκε  κατά 44,5% κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012, σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2011  ενώ και ο αριθμός των Ιταλών που ζήτησαν βοήθεια κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 15,2%.

Σε σύγκριση με το 2009, οι νοικοκυρές που ζήτησαν βοήθεια ήταν κατά 177,8% περισσότερες, ενώ ο αριθμός των συνταξιούχων αυξήθηκε κατά 65,6%. Οι αλλοδαποί ωστόσο εξακολουθούν να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των φτωχών, αν και το ποσοστό των ιταλών που ζουν στο όριο και κάτω από αυτό έφτασε το 33,3% το πρώτο εξάμηνο του 2012 από 28,9% το 2011 και 23,1% το 2009.

“Oι σημερινές κοινωνικές πολιτικές είναι σαφώς ανίκανες να διαχειριστούν νέες μορφές φτώχειας και τις νέες κοινωνικές ανάγκες που έχουν παρουσιαστεί εξαιτίας της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης”, υποστηρίζει η Caritas  που διένειμε περισσότερα από 6 εκατομμύρια ζεστά πιάτα το 2011 σε 449 καντίνες σ΄ ολόκληρη την Ιταλία.

Όμως και στην «πλούσια» Γερμανία που δεν έχει πληγεί από την οικονομική κρίση 12,9 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή
περισσότεροι από 1 στους 10 ζουν στο όριο της φτώχειας στην Γερμανία.

Βάσει Ευρωπαϊκών στατιστικών στοιχείων, το 15,8% των Γερμανών ζει με χαμηλούς μισθούς που σημαίνει ότι νοικιάζει φθηνά διαμερίσματα και επιβιώνει με στοιχειώδη τρόφιμα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε πέρυσι για τα εισοδήματα των πολιτών το 2010 και δόθηκε στη δημοσιότητα με την ευκαιρία της Διεθνούς Ημέρας για την Εξάλειψη της Φτώχειας.

Βάσει των αποτελεσμάτων της, ένας εργαζόμενος κινδυνεύει να ολισθήσει στη φτώχεια όταν κερδίζει το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Για ένα Γερμανό αυτό μεταφράζεται σε 952 ευρώ το μήνα, επίπεδο που εμποδίζει τους ανθρώπους να
αποταμιεύουν χρήματα για τα γεράματά τους, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται από την κοινωνική πρόνοια.

Το 2005, όταν άρχισαν οι μελέτες του Ομοσπονδιακού Γραφείου Στατιστικής, το ποσοστό ήταν 12,2% και το 2008 έφθασε το 15,6%.