Πως αλλάζουν οι καιροί

Κάθομαι σε μία καρεκλά και στο βάθος αγναντεύω τον Πενταδάκτυλο, που στέκεται εκεί καρτερικά και μας προσμένει. Μας γνέφει με την παλάμη του, για να μην τον ξεχάσουμε. Μας κάνει σινιάλο με τα δάκτυλα του, για να μας θυμίζει ότι είναι εκεί και μας περιμένει, όσες ώρες, μέρες, χρόνια και αν περάσουν, όσες κακουχίες και αν υποστεί από τον βάρβαρο, απολίτιστο, εισβολέα.

Η ματιά μου προσπαθεί μετά βίας να ξεφύγει και τελικά καταφέρνει να δραπετεύσει από την όψη του ατίθασου και αδάμαστου Πενταδάκτυλου. Γυρνάω το κεφάλι και τα μάτια μου καρφώνονται, σε ένα κάδρο με δύο φιγούρες από τα παλιά. Δύο παιδιά, γνωστές φυσιογνωμίες, που δεσπόζουν μπροστά από δεκάδες βιβλία, που βρίσκονται στοιβαγμένα σε μια παλιά βιβλιοθήκη. Είναι ο Τάσος και ο Σολωμός. Αμέσως η μνήμη με τραβάει από τα μαλλιά και με παρασέρνει στο παρελθόν, μερικά χρόνια πίσω. Με μεταφέρει στο μαύρο πρωινό της 14ης Αυγούστου του καλοκαιριού του 1996, όπου ένα λεβεντόπαιδο μόνο, κατάφερε να εξευτελίσει έναν ολόκληρο στρατό.

Η καυτή αύρα του Αυγούστου, μία λαοθάλασσα μαυροφορεμένη με ελληνικές σημαίες στα χέρια, μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτες, συρματοπλέγματα, στρατιώτες με γαλάζια κράνη, άλλοι με κόκκινες σημαίες στο μπράτσο, συνθέτουν το σκηνικό. Ανάμεσα στο πλήθος, ξεχωρίζει μία αδάμαστη ψυχή, ένας υπερήφανος νέος που τρέχει με περίσσια ανδρεία και με σθένος λιονταριού, προς τον ιστό με την μισητή ημισέληνο, με στόχο να την αφαιρέσει, στέλνοντας απ’ άκρη σ’ άκρη το μήνυμα ότι η Τουρκία δεν έχει καμία θέση στην Κύπρο.

Ο νέος αναρριχάται στον ιστό. Σκαρφαλώνει περήφανα, με το κεφάλι ψηλά. Όμως μία σφαίρα σχίζει τον αέρα και διαπερνά το σώμα του. Τον ρίχνει για λίγα λεπτά στο έδαφος και σκορπάει προσωρινά χαμογέλα στους στρατιώτες με τις κόκκινες σημαίες στο μπράτσο, που θαρρούν πως τον λύγισαν. Όμως κάνουν λάθος! Ο αδάμαστος νέος σηκώνεται ξανά από το έδαφος, κουβαλώντας στις πλάτες του ένα ολόκληρο Έθνος και προχωράει ξανά περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, όχι για την κορυφή του ιστού, αλλά για κάπου ανώτερα. Πορεύεται στο πάνθεο των ηρώων, προς την αθανασία που τον περιμένει καρτερικά σε μία γωνιά για να τον συνοδεύσει στην αιωνιότητα και στα Ηλύσια Πεδία μαζί με τους υπολοίπους.

Από τότε μένει στις ψυχές, στις σκέψεις, στις καρδιές όλων μας, μελοποιείται, και η ανδρεία που επέδειξε γίνεται παράδειγμα προς μίμηση, ενώ παράλληλα το μεγαλείο της ψυχής του στοιχειώνει τους βάρβαρους κατακτητές, που κατανόησαν για ακόμα μία φορά ότι τον Ελληνισμό δεν μπορούν να τον δαμάσουν.

Πέρασαν τα λεπτά, οι ώρες, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, τα καλοκαίρια και φτάσαμε αισίως στο σήμερα. Πουθενά Αξίες, Ιδανικά, παρά μόνο άβουλα όντα που ψάχνουν την υλιστική ικανοποίηση, εξυπηρετώντας το μικρό «εγώ» τους, αδιαφορώντας για το μεγάλο «εμείς». Πως αλλάζουν έτσι οι καιροί; Το ατομικό συμφέρον υπερισχύει έναντι του συλλογικού. Παντού ερείπια από τα συντρίμμια μιας παλιάς κοινωνίας, η οποία θυσιάστηκε στο βωμό της καλοπέρασης, του χρήματος και του κάλπικου ευδαιμονισμού που προσέφερε η νέα τάξη πραγμάτων.

Όποιος τολμήσει να αντιδράσει, όποιος τολμήσει να φωνάξει ότι είναι ζωντανός σε αυτόν τον κόσμο των νεκρών, όποιος τολμήσει να έχει διαφορετική άποψη από την επιβαλλόμενη, τότε είναι ακραίος κι επικίνδυνος. Μα πως αλλάζουν έτσι οι καιροί; Καλύτερη λύση για τους πολλούς είναι η ησυχία, η βουβαμάρα σαν και αυτή που βρίσκεται μόνο σε νεκροταφεία και όχι σε κοινωνίες με ανθρώπους που σφύζουν από θέληση για ζωή. Αυτά ήταν κάποιες άλλες εποχές, σήμερα άλλαξαν οι καιροί και το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να συμβαδίζεις με την άβουλη μάζα.

Τα παιδιά με τα μαύρα, είχαν την αναίδεια και το θράσος, να έχουν περηφάνια και να μην αποδεχτούν τις δηλώσεις Ερντογάν για τον Πύργο. Ντροπή! Όνειδος! Τα παιδιά με τα μαύρα, είχαν την ανδρεία να μεταβούν στην περιοχή και να αναρτήσουν ελληνικές σημαίες, ως απάντηση στις τουρκικές επεκτατικές βλέψεις για τον Πύργο. Πρέπει όμως να οδηγηθούν στην πυρά! Πως αλλάζουν έτσι οι καιροί;

Λύσσαξαν οι διάφοροι επαναπροσεγγιστικοί κύκλοι να κατηγορήσουν την συγκεκριμένη ομάδα ατόμων. Τους χαλούσε την σούπα, βλέπετε. Έστησαν λαϊκά δικαστήρια, ετοίμαζαν δίκες και παραδίκες, ανυπομονούσαν για ποινικές διώξεις, γιατί τόλμησαν να σηκωθούν από τους αναπαυτικούς καναπέδες, που η σύγχρονη κοινωνία τους επιβάλλει να βρίσκονται δεμένοι και να μην αντιδρούν.

Κανείς από όλους αυτούς δε σκέφτηκε ότι λίγα μέτρα πιο κάτω υπήρχαν φυλάκια Τούρκων κι όμως τα ακριτικά μας φυλάκια ήταν απαγκιστρωμένα. Σε ποια άλλη χώρα θα συνέβαινε αυτό, να ήταν υπό κατοχή και η πρώτη γραμμή αμύνης να ήταν εγκαταλειμμένη; Πουθενά αλλού, αποτελούμε παγκόσμια πρωτοτυπία. Και όπως έγραφε σε παραπολιτικό άρθρο στην εφημερίδα «Σημερινή» ο φίλτατος δημοσιογράφος, Σάββας Ιακωβίδης, «αφού διατυμπανίζουν ότι η Ε.Φ. ενισχύθηκε με τους ΣΥΟΠ, γιατί εγκαταλείφθηκαν τα φυλάκιά μας στην περιοχή Κάμπου-Πύργου Τηλλυρίας; Λόγω λειψανδρίας; Όχι, λόγω πολιτικής και στρατιωτικής ανανδρίας!».

Στόχος του άρθρου δεν είναι η επίκριση για την εγκατάλειψη του φυλακίου και τους χειρισμούς της Κυβέρνησης και του Υπουργείου σε σχέση με το εγκαταλειμμένο φυλάκιο, αλλά η ανάδειξη της αλλαγής των καιρών.

Σήμερα δυστυχώς οι επικριτές όλων εμάς, των παιδιών με τα μαύρα, των ΕΛΑΜίτων, είναι όλο το συνονθύλευμα των επαναπροσεγγιστών. Αν ήταν εν ζωή ο Σολωμός Σολωμού, πως θα τον αποκαλούσατε; Αλήτη; Παλιόπαιδο; Ακραίο; Ρατσιστή; Τραμπούκο; Και αν πάλι είχε το θράσος να κάνει το ίδιο λάθος κατ’ εσάς, τους «πολιτικά ορθούς» για τις ιδεολογικοπολιτικές σας αγκυλώσεις, θα ζητούσατε με ζήλο ποινικές και άλλες διώξεις και την καταδίκη αυτού;

Όλοι γνωρίζουμε τις απαντήσεις και ας ασκήσει ο καθείς την αυτοκριτική του. Κυρίως όμως, ας συλλογιστούμε όλοι που είμασταν και που φθάσαμε.

Τελικά άλλαξαν οι καιροί …

Γεάδης Γεάδη

Εκπρόσωπος Τύπου

Εθνικού Λαϊκού Μετώπου (Ε.ΛΑ.Μ.)