ΠτΔ: Αυτή την ώρα δεν χρειάζονται τα μεγάλα λόγια, χρειάζονται οι μεγάλες αποφάσεις

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νίκος Αναστασιάδης, μιλώντας στα αποκαλυπτήρια του εθνικού μνημείου για την εξέγερση των κατοίκων Πισσουρίου, τον Οκτώβριο του 1931, έκανε έκκληση σε όλους να δώσουν τα χέρια για μετατρέψουμε την πατρίδα μας σε μια χώρα που να αποτελεί πρότυπο ειρηνικής συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων.

Χαιρετισμός του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη στην τελετή αποκαλυπτηρίων Μνημείου για την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931, στο Πισσούρι

Ο Οκτώβρης είναι ο μήνας μιας ιστορικής για την Κύπρο και σημαντικής ειδικότερα για την κοινότητα Πισσουρίου εξέγερσης, καθώς στη μικρή αυτή κοινότητα ο μεγάλος ξεσηκωμός του 1931 – τα γνωστά μας Οκτωβριανά- ξέσπασαν με ιδιαίτερη ορμή και σθένος.

Επρόκειτο για μία αυθόρμητη και ανοργάνωτη ουσιαστικά, εξέγερση του κυπριακού λαού εναντίον της καταπιεστικής αγγλικής αποικιοκρατικής διακυβέρνησης που καταπνίγηκε βίαια και που κατέληξε στην διαβόητη Παλμεροκρατία, την πιο μαύρη περίοδο καταπίεσης.

Αποτελεί ιστορικό γεγονός άξιο ιδιαίτερης μνείας το ότι σε αυτή την εξέγερση η δική σας κοινότητα, όχι μόνο συμμετείχε αλλά και πρωτοστάτησε.

Και για αυτό θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός πως εσείς οι νέοι πολίτες, οι απόγονοι των αγωνιστών του 1931, θυμάστε και τιμάτε αυτή την ξεχωριστή στιγμή στην ιστορία του χωριού σας, ανεγείροντας αυτό σε σεμνό μνημείο.

Πρωταγωνιστές της εξέγερσης στο Πισσούρι το 1931 ήταν δυο σπουδαίοι άνδρες της εποχής εκείνης:

Ο τότε Βουλευτής Χριστόδουλος Γαλατόπουλος και ο λόγιος διδάσκαλος και ισχυρός παράγοντας της Κοινότητας Πισσουρίου Ιωάννης Ερωτόκριτος.

Εκείνη τη φλογερή περίοδο, στα Οκτωβριανά του 1931 ο Χριστόδουλος Γαλατόπουλος βρέθηκε συμπτωματικά στη Λεμεσό, όταν οι Βρετανοί άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών, αλλά και στο Πισσούρι, τη στιγμή που οι κάτοικοι κατέστρεφαν τον Αστυνομικό Σταθμό, όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία.

Σημειώνω πως ο Γαλατόπουλος ήταν ο μόνος Κύπριος πολιτικός που παρέμεινε στις μεσαιωνικές Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Του επιβλήθηκε ποινή τεσσάρων χρόνων φυλάκισης για την παρουσία και τη «στασιαστική» ομιλία του στο Πισσούρι. Μαζί του καταδικάσθηκαν από το έκτακτο κακουργιοδικείο Λεμεσού 21 Πισσουρκιώτες αγωνιστές για κατάληψη του αστυνομικού σταθμού και τον εμπρησμό του Τελωνείου, της αλαταποθήκης και του φυλακίου του Τελωνείου Πισσουρίου.

Οι συνέπειες της εξέγερσης υπήρξαν ιδιαίτερα σκληρές για το λαό μας.

Η περίοδος που ακολούθησε έμεινε γνωστή ως Παλμεροκρατία, από το όνομα του νέου Άγγλου κυβερνήτη Palmer, o οποίος εγκαθιδρύοντας ένα στυγνό καθεστώς επιχείρησε να στραγγαλίσει εν τη γενέσει της οποιαδήποτε νέα προσπάθεια για εξέγερση.

Τα μέτρα αυτά αφορούσαν όλους τους τομείς της ζωής του λαού της Κύπρου, όπως την κατάργηση του Νομοθετικού Συμβουλίου και τη διακυβέρνηση του νησιού με διατάγματα του κυβερνήτη.

Παρόλα αυτά η σκληρότητα των Άγγλων έφερε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Ο κυπριακός Ελληνισμός πείσμωσε και αντί υποταγής συνέχισε να αντιστέκεται με καθοριστική στιγμή το δημοψήφισμα του ’51 και αποκορύφωση τον ένοπλο αγώνα του ’55-’59.

Θέλω να εκφράσω τη συγκίνηση και υπερηφάνειά μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας στην κοινότητα Πισσουρίου.

Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τους συναγωνιστές και τους συγγενείς των δεκάδων ηρώων της κυπριακής ελευθερίας, ιδιαίτερα τον Σύνδεσμο Αποδήμων και Φίλων Πισσουρίου για την πρωτοβουλία αλλά και την τιμητική πρόσκληση να αποκαλύψω το μνημείο της Εθνικής εξέγερσης των κατοίκων Πισσουρίου των Οκτωβριανών και για το σημαντικό έργο που επιτελεί στην κοινότητα σας εδώ και 21 χρόνια.

Πρόκειται για μια σημαντική πρωτοβουλία αφού αποτελεί φάρο τιμής για τις μελλοντικές γενεές καθώς η πρωτοβουλία αυτή μας παρέχει και θα παρέχει την ευκαιρία στους επόμενους να αναλογιζόμαστε τις δικές μας ιστορικές ευθύνες που καθορίζουν το δικό μας χρέος προς την πατρίδα μας.

Έπεσε στα χέρια μου πολύ πρόσφατα ένα κείμενο που έγραψε το 1911 ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, όπου, μεταξύ άλλων, ο μεγάλος συγγραφέας καταγράφει πως «Το μεγαλείο της πατρίδος δεν το κάνουν ούτε οι πολλοί τόποι ούτε τα πολλά εκατομμύρια των ανθρώπων της. Το κάνουν η μόρφωση, η εργατικότητα, η ευτυχία και το μεγαλείο των ανθρώπων της».

Μία τέτοια πατρίδα θέλουμε και εμείς να οικοδομήσουμε. Με θεμέλιο τη μόρφωση, την εργατικότητα και την ευτυχία των συνανθρώπων μας.

Μία πατρίδα για την οποία, όπως και πάλι πολύ εύστοχα είπε ο Ξενόπουλος, αγαπούμε, αλλά αυτή η αγάπη μας «δεν ορίζεται από την απόφαση μας να πεθάνουμε για αυτήν αλλά να ζήσουμε για αυτήν και να αφιερώσουμε όσο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας σε αυτήν».

Για αυτό και είναι με ιδιαίτερη αποφασιστικότητα που έχουμε αναλάβει μία εντατική και ουσιαστική διαπραγμάτευση, μια διαπραγμάτευση που τη διακρίνει η καλή πίστη, η καλή διάθεση, η αποφασιστικότητα να τερματίσουμε πριν και πάνω από όλα την κατοχή.

Ο μόνος επιλεγής, ορθά, κατά την άποψη μου, τρόπος και δρόμος ήταν ο διάλογος με δεδομένα τις πραγματικότητες ή τους κινδύνους που διέτρεχε η πατρίδα μας να καταληφθεί εξ ολοκλήρου από μια δύναμη αδίστακτη, όπως είναι η Τουρκία.

Μέσα από το διάλογο επιδιώκουμε να πετύχουμε την απελευθέρωση της πατρίδας μας, την απαλλαγή της από το σύνολο των κατοχικών στρατευμάτων, επιδιώκουμε να την επανενώσουμε να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ειρηνικής συνύπαρξης. Εχουμε μέχρι στιγμής κατορθώσει να πετύχουμε συγκλίσεις, να βελτιώσουμε ακόμα και πρόνοιες του Συντάγματος του 1960, σε πολλούς τομείς, προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προοπτικές έτσι ώστε να διασφαλίζεται ο Ελληνισμός στο μέλλον, να διασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση, η ελεύθερη εγκατάσταση, το δικαίωμα απόκτησης περιουσίας, το δικαίωμα ενάσκησης επαγγέλματος οπουδήποτε ο κάθε Κύπριος αποφασίσει.

Εργαζόμαστε προκειμένου η κάθε πολιτεία να έχει τις δικές της νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες, όχι καταργώντας την κεντρική διακυβέρνηση, αλλά προστατεύοντας τα δικαιώματα είτε της μιας είτε της άλλης των κοινοτήτων. Και θέλω να τονίσω με ιδιαίτερη έμφαση πως κανένας δεν ζητεί και δεν επιτρέπεται από κανέναν να αρνηθεί την εθνική μας καταγωγή, την ελληνική μας παιδεία, την πίστη μας στη θρησκεία μας ή σε όσα οι καταβολές και η Ιστορία μας υπαγορεύουν. Αυτό που επιπλέον επιβάλλεται είναι το πνεύμα του Ελληνισμού που θέλει ειρηνικά να συμβιεί με τους υπόλοιπους, με τα υπόλοιπα στοιχεία που αποτελούν το λαό της πατρίδας μας. Και έχουμε αποδείξει στη μακραίωνη Ιστορία μας πως μέσα από την ειρήνη επιτύχαμε πολύ περισσότερα. Οι πόλεμοι δεν ήταν πάντοτε η απάντηση στις προκλήσεις. Πολύ περισσότερο η διχόνοια δεν ήταν η απάντηση στις προκλήσεις.

Για αυτό και είναι θερμή έκκληση αυτές τις κρίσιμες ώρες να δώσουμε όλοι τα χέρια, όλοι γνοιαζόμαστε για αυτή την πατρίδα. Δεν θεωρώ πως υπάρχουν λιγότερο ή περισσότερο πατριώτες, υπάρχουν γνήσιοι πολιτικοί, γνήσιοι αγωνιστές, γνήσιοι πολίτες που θέλουν να δουν επιτέλους να επιτυγχάνουμε αυτό που αποτελεί βάρος για όλους μας, να δούμε να απελευθερώνεται η πατρίδα μας, να δούμε να επανενώνεται η πατρίδα μας, να δούμε και να κατανοήσουμε ότι σύνορα της Κύπρου δεν είναι η Δερύνεια, αλλά η Κερύνεια, δεν είναι μόνο οι διαχωριστικές σημερινές γραμμές που επιβλήθηκαν από την κατοχή, αλλά είναι και οι κατεχόμενες περιοχές κομμάτι της πατρίδας μας.

Για αυτό και θέλω να σας βεβαιώσω πως στον υπό εξέλιξη διάλογο και ιδιαίτερα τις επόμενες των ημερών, γνωρίζω πως θα είναι δύσκολη η διαπραγμάτευση, αλλά και ταυτόχρονα γνωρίζω τι είναι αυτό που πρέπει να διεκδικήσω για την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Γνωρίζω καλά τις ανησυχίες και τις έγνοιες των Ελληνοκυπρίων και θα αγωνιστώ έτσι ώστε με κάθε τρόπο να διασφαλιστούν και εάν δεν διασφαλιστούν να μη φέρει την ευθύνη ο Κυπριακός Ελληνισμός

Προχωρούμε με λογική και με προσπάθεια να κατανοήσουμε και τις ανησυχίες και των Τουρκοκυπρίων. Αυτό που αξιώνουμε και από την άλλη πλευρά είναι να κατανοήσουν και τις ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων. Είναι η βόρεια Κύπρος κατεχόμενη και δεν νομίζω να χρειάζεται περισσότερη προστασία.

Αυτοί που υποφέρουν από την κατοχή είναι οι Ελληνοκύπριοι, αυτοί είναι που έχουν την έγνοια από την παρουσία τουρκικών στρατευμάτων. Για αυτό και η επιμονή μας είναι πως δεν μπορεί να υπάρξουν πλέον και δεν χρειάζονται εγγυήσεις ή εγγυητές ή παρουσία των όποιων στρατευμάτων.

Αυτό που επιδιώκουμε είναι να δημιουργήσουμε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος που μέσα από τις αρχές και τις αξίες της Ευρώπης, μέσα από την κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλοι ανεξαίρετα οι πολίτες, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, να απολαμβάνουν των αγαθών της ελευθερίας, μιας σύγχρονης πατρίδας και που να μην υστερούν σε δικαιώματα από ό,τι οι υπόλοιποι των Ευρωπαίων πολιτών. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια διαπραγματευόμαστε και θα συνεχίσουμε να διαπραγματευόμαστε και θέλω να ελπίζω ότι επιτέλους θα γίνει κατανοητό και από την άλλη πλευρά – η άλλη πλευρά για μένα περισσότερο είναι η Τουρκία – ότι είμαστε έτοιμοι για την ειρήνη που θα είναι προς όφελος όλων και των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, και της Τουρκίας αλλά και της Ευρώπης, και γενικότερα, ευρύτερα της περιοχής.

Θέλουμε να μετατρέψουμε την πατρίδα μας σε μια χώρα που να αποτελεί πρότυπο ειρηνικής συμβίωσης Χριστιανών και Μουσουλμάνων, σε μια περιοχή που καταγράφεται δυστυχώς, εκτός από το αιματοκύλισμα, διάλυση ολόκληρων κρατών. Είναι αυτά που μας προβληματίζουν, αλλά και την ίδια ώρα μας υπαγορεύουν πως πρέπει να σταθούμε με πείσμα στα όσα διεκδικούμε. Υπάρχουν κίνδυνοι αλλά δεν θα μας κάμψουν οι κίνδυνοι εάν οι απαντήσεις της άλλης πλευράς στις εύλογες ανησυχίες των Ελληνοκυπρίων δεν ανταποκρίνονται και δεν απαντούν ακριβώς σε αυτές τις ανησυχίες.

Αυτή την ώρα δεν χρειάζονται τα μεγάλα λόγια, χρειάζονται οι μεγάλες αποφάσεις που θα πρέπει να λαμβάνονται με βάση πάντα το καλώς νοούμενο συμφέρον του συνόλου του λαού μας.

Το καλύτερο μνημόσυνο για όσους σήμερα τιμούμε είτε τους ήρωες αντιστασιακούς του ’31 είτε τους αγωνιστές του ’55-’59 ή του ’63-’64 ή του ’74 για τη δημοκρατία αλλά και την ελευθερία της πατρίδας μας είναι να σταθούμε κάποτε μπροστά στα Μνημεία και τους πούμε ότι επιτέλους επανενώσαμε αυτή την πατρίδα, επιτέλους την απαλλάξαμε από την κατοχή, επιτέλους δημιουργούμε προοπτικές για τα παιδιά μας, για το μέλλον, για το λαό μας γενικότερα.