Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, επικίνδυνης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς

Θεοχαρίδου Κ. Καλυψώ
Δικηγόρος – Νομική Σύμβουλος

Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα – πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, επικίνδυνης και απερίσκεπτης συμπεριφοράς:

Καθημερινά σχεδόν, η Κοινωνία μας θρηνεί θύματα, συνεπεία τροχαίων και δη θανατηφόρων δυστυχημάτων. Αναλόγως των περιστατικών δε της κάθε υποθέσεως, η συγκεκριμένη οδική συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί εγκληματική στη βάση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικος και μπροστά στην αυξητική τάση που παρατηρείται για το αδίκημα του εν λόγω άρθρου, οι ποινές των Πρωτόδικων Δικαστηρίων πρέπει να είναι και επιβάλλεται όπως είναι αποτρεπτικές. Βασική Αρχή του Δικαικού μας συστήματος είναι πως, το είδος και η έκταση της ποινής είναι πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου (Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355). Η επάρκεια της τιμωρίας καταδικασθέντος κρίνεται υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που άπτονται της ποινής. Στην περίπτωση, δε, εντοπισμού υπερβολικής ή ανεπαρκούς ποινής, εναπόκειται στο Εφετείο ο καθορισμός της (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525). Εκεί ακριβώς επεμβαίνει και το Εφετείο, όταν, διαπιστώνεται σφάλμα στο ύψος ή και είδος της ποινής, το οποίο σφάλμα πλήττει κατάφωρα κάθε ιδέα περί ποινικής και συνταγματικής Δικαιοσύνης.

Κατευθυντήριες οδηγίες αναφορικά με την επιβολή ποινών σε υποθέσεις πρόκλησης θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210, δόθηκαν στην αγγλική απόφαση R. v. Guilfoyle 57 Cr. App. R. 549, η οποία υιοθετήθηκε από την κυπριακή Νομολογία. Πότε ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης, για αυτό το αδίκημα, αναφέρει χαρακτηριστικά και εύστοχα το Ανώτατο Δικαστήριο της Χώρας μας: <στις περιπτώσεις εκείνες που η αμέλεια του κατηγορουμένου εμπεριέχει και το στοιχείο της αδιαφορίας για την ασφάλεια άλλων προσώπων που χρησιμοποιούν το δρόμο. Συνεπώς, η εγωιστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων αντιμετωπίζεται κατά κανόνα με ποινή στερητική της ελευθερίας. Το λευκό ποινικό μητρώο αποτελεί παράγοντα που μπορεί, σε οριακές και μόνο περιπτώσεις, να διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην επιβολή ή όχι ποινής φυλάκισης. Έτσι, όταν κύριο χαρακτηριστικό της αμέλειας του κατηγορουμένου είναι στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία, ο συνδυασμός με το λευκό ποινικό μητρώο οδηγεί σε αποφυγή επιβολής ποινής φυλάκισης. (Χαρ. Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109, Κυρ. Παντέλα ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 562 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωνσταντίνου Κουκκίδη, Ποιν. Έφεση 198/2012 ημερ. 19/2/13)>.

Μεταξύ άλλων μετριαστικών παραγόντων, είναι και το νεαρό της ηλικίας ενός κατηγορουμένου. Όπως όμως έχει νομολογηθεί <σε αδικήματα αυτής της μορφής το νεαρό της ηλικίας δεν μπορεί να επενεργήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας ενόψει της δραματικής αύξησης των θανατηφόρων δυστυχημάτων στον τόπο μας, της εμπλοκής σε πολλές περιπτώσεις νεαρών προσώπων και, της συνακόλουθης, ανάγκης να συνετιστούν τα άτομα νεαρής ηλικίας μέσω της επιβολής αυστηρών ποινών>.

Πέραν των πιο πάνω συνιστά πάγια γραμμή της Νομολογίας ότι η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών εμπεριέχει έντονο το στοιχείο της αδιαφορίας στην ασφάλεια άλλων προσώπων (Στ. Σάββα ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 115, Σ. Σάββα ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 242, Παντέλας).

Τέλος, έχει κατ’ επανάληψη επισημανθεί, από τη νομολογία μας, ότι, τα θανατηφόρα δυστυχήματα έχουν πάρει διαστάσεις κοινωνικής μάστιγας στη χώρα μας, γεγονός που καθιστά το στοιχείο της αποτροπής εντονότερο στην επιλογή της ποινής. Τα Δικαστήρια δεν μπορούν να αδιαφορήσουν μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Το καθήκον τους για αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου επιβάλλει την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας, της παράνομης συμπεριφοράς.