“Περιστατική Μαρτυρία” και σχετικές νομολογιακές προσεγγίσεις

Του Αναστάση Θεοχαρίδη*

Με τον ορό «μαρτυρία» εννοείται και υποδηλούται το σύνολο των καταθέσεων των μαρτύρων, όπως και η παρουσίαση εγγράφων και τεκμηρίων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για το σκοπό απόδειξης σε δικαστικές υποθέσεις/διαδικασίες. Ειδικότερα, ως προς την περιστατική μαρτυρία, η οποία είναι ένα είδος μαρτυρίας, καθότι υπάρχουν και άλλα, έχει περιγραφεί ως ένα από τα πιο πειστικά κριτήρια για την εξακρίβωση της αληθείας και η σημασία της τονίσθηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου .

Μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών αποσπασμάτων για την βαρύτητα και την δύναμη της περιστατικής μαρτυρίας, είναι και το ακόλουθο υπό του Δικαστού Πική, ως ήταν τότε, ότι: «Όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί, η περιστατική μαρτυρία δεν αποτελεί υποδεέστερη μορφή ή κατηγορία μαρτυρίας της άμεσης μαρτυρίας, δηλαδή μαρτυρίας η οποία αφ εαυτής τείνει να αποδείξει το έγκλημα».

Στη βάση επομένως του πιο πάνω αποσπάσματος, αυτό το οποίο ξεκάθαρα προκύπτει είναι πως, όχι μόνο δεν υπάρχει προκατάληψη εναντίον της περιστατικής μαρτυρίας, αλλά τουναντίον, όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα λάθους.

Από την άλλη όμως, αυτό που θα πρέπει επίσης να επισημανθεί και θεωρούμε πως αυτό εμπίπτει στην ενότητα των ενδεχόμενων κινδύνων που ελλοχεύουν, ως προς την επιλογή της περιστατικής μαρτυρίας, είναι πως δεν πρέπει να συγχέεται με τις περιστάσεις της υπόθεσης γενικά. Τα γεγονότα τα οποία την συνιστούν πρέπει να αποδεικνύονται όπως και κάθε άλλο πρωτογενές γεγονός.

Η ενοχή του κατηγορουμένου πρέπει να προκύπτει από την σύνθεση της περιστατικής μαρτυρίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως η Νομική Ιστορία έχει εξάλλου καταγράψει: «ένα κομμάτι σχοινί μπορεί να μην είναι δυνατό να αντέξει το βάρος, αλλά τρία κομμάτια σχοινιού δεμένα μαζί, μπορεί να έχουν μεγάλη δύναμη ».
Το σωρευτικό αποτέλεσμα δε της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να δικαιολογεί την καταδίκη του κατηγορουμένου και να συνάδει συμπερασματικά με την ενοχή του τελευταίου. Με άλλα λόγια, η κρίση του Δικαστηρίου περί ενοχής του κατηγορούμενου πρέπει να είναι σαφής και συγκεκριμένη και να συνδέει το κάθε ένα στοιχείο με τον συγκεκριμένο κατηγορούμενο. Στην αντίθετη περίπτωση και η παραμικρή αμφιβολία λειτουργεί υπέρ του κατηγορούμενου.

Θεμελιακή επομένως η αρχή που η Νομολογία μας έχει καθιερώσει ότι, εκεί όπου η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδράζεται πάνω σε περιστατική μαρτυρία, η εν λόγω μαρτυρία όχι μόνο θα πρέπει να συμβιβάζεται με την ενοχή του κατηγορουμένου, αλλά και δεν θα πρέπει να συμβιβάζεται με οποιοδήποτε άλλο λογικό συμπέρασμα, από το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα .

Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις στην καθημερινή ποινική δικαστηριακή διαδικασία που η περιστατική μαρτυρία είναι συντριπτική και ως τέτοια και αφού δεν υπάρχει και δικαστική προκατάληψη ενάντια της, γίνεται πλήρως αποδεκτή από το Δικαστήριο και στηρίζει την ενοχή του κατηγορούμενου στο μέτρο που το Ποινικό Αξίωμα περί μη αμφιβολίας θεωρεί . Αυτό δε που διακρίνει την περιστατική από την άμεση μαρτυρία είναι, όπως λέχθηκε «…..that though individual parts of it are not in themselves conclusive of the guilt of the accused, this may be the cumulative effect of pieces of circumstantial evidence strung together; provided always its causative effect is incompatible with any basis other than that of guilt of the accused».

Ως προς την συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας επίσης είναι χαρακτηριστική η αναφορά πως «ξεχωριστά (individual) μέρη της περιστατικής μαρτυρίας συχνά παρομοιάζονται με τους κρίκους αλυσίδας ». Όπως οι κρίκοι της αλυσίδας πρέπει να είναι συνεκτικοί και αλληλένδετοι με τους υπόλοιπους κρίκους, έτσι και τα ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας, ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Άλλες αποφάσεις δε κάνουν λόγο και/ή χαρακτηρίζουν την περιστατική μαρτυρία με δίκτυ στερεά συνδεδεμένο, ώστε να συγκρατεί χωρίς κίνδυνο πτώσης το περιεχόμενο του. Θεωρούμε πως, οι αναφορές αυτές, οι οποίες κωδικοποιούν την βασική αρχή για «αποδοχή», θα τολμούσαμε να πούμε, της περιστατικής μαρτυρίας, αποτελούν δικλίδες ασφαλείας και ακριβώς το δύσκολο έργο των Ποινικών Δικαστικών Λειτουργών εδώ έγκειται, όταν δηλαδή, θα πρέπει να αποφασίσουν στη βάση περιστατικής μαρτυρίας. Όλα τα ενώπιον τους τεθειμένα γεγονότα πρέπει να είναι έτσι στέρεα και άρρηκτα συνδεδεμένα που με κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να κλονιστεί η περάν πάσης λογικής αμφιβολία ενοχή του Κατηγορούμενου. Με άλλα λόγια, η περιστατική μαρτυρία πρέπει απαραιτήτως να συνδέει αιτιωδώς και άμεσα τον κατηγορούμενο (αποτέλεσμα λογικής συνέπειας, μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης εμπειρίας) με το αδίκημα και να αποδεικνύει την ενοχή του, στη βάση ασφαλώς των συγκεκριμένων περιστατικών στοιχειών της κάθε υπόθεσης.

*Δικηγόρος – Νομικός Σύμβουλος – Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος